ΟΝΕΙΡΑ ΓΛΥΚΑ ΤΟΥ ΚΟΥΤΑΛΙΟΥ ( το χρονικό δημιουργίας της ομώνυμης ταινίας)

Το κείμενο αυτό είναι η καταγραφή, το ντοκουμέντο, της τρίτης προσπάθειας να σκηνοθετήσω μια ταινία, της τρίτης φοράς που έπρεπε να πείσω πολλούς ανθρώπους ότι αξίζει τον κόπο να δουλέψουνε πολύ, πάρα πολύ και να συνεργαστώ μαζί τους ¨χωρίς να ανοίξει μύτη¨. Ακόμη, να πείσω κάποιους ανθρώπους να βάλουνε τα ωραία τους λεφτουδάκια για ¨ιερό σκοπό¨ και να μην ντρέπομαι μετά να τους κοιτάξω στα μάτια.

Αυτή λοιπόν την φορά, ήθελα να πω την ιστορία με τον δικό μου, προσωπικό και λίγο πειραματικό τρόπο που θα έκανε τόσο αυτούς που θα δούλευαν, όσο και αυτούς που θα έβαζαν λεφτά να είναι περήφανοι για το αποτέλεσμα.
Τελικά τα κατάφερα. Η ταινία τελείωσε και έκανε το ταξίδι της όπως έπρεπε, ή όπως μπόρεσε, ή όπως να΄ ναι τέλος πάντων.
Κάποιοι όμως απ΄ αυτούς που δούλεψαν στην ταινία χάθηκαν από τα κινηματογραφικά πράγματα, ενώ για κάποιους από αυτούς που έβαλαν χρήματα ήταν η χειρότερη επένδυση στην τέχνη που έχουν κάνει ποτέ.

Είναι μια ιστορία με πολύ πάθος, αγάπη, μίσος, χρήμα (ή μη χρήμα;), δόξα και φυσικά sex

 

Ας δούμε όμως πως εξελίχθηκε από την αρχή αυτό το δράμα.

Εγώ, ο Λουκάς Κούχτιν και ο Δημήτρης Αυγέρος βρισκόμαστε ανάμεσα σε μπύρες, χιλιάδες αποτσίγαρα και πρόστυχες κουβέντες, για το σύστημα που είχε ¨κρασάρει¨ ακόμη μια φορά, το απόγευμα της Κυριακής 22 Νοεμβρίου 1998. Στο πατάρι της εταιρείας παραγωγής N΄ORASIS προσπαθούσαμε να τελειώσουμε ακόμη ένα επεισόδιο της εβδομαδιαίας εκπομπής ΝΑΜΑΣΤΕ για την ΕΤ3. Για λίγο, από τις σπάνιες φορές, είχαμε σωπάσει. Στο πέμπτο restart το σύστημα φαινόταν ότι πήγαινε να ανοίξει. Η μυρωδιά του ιδρώτα ανακατευόταν με τα σουτζουκάκια της ¨ΓΩΝΙΑΣ¨ και τον καπνό, αλλά δεν μας ένοιαζε. Το deadline μας ένοιαζε και οι ποινικές ρήτρες που θα πληρώναμε αν δεν είχε εκπομπή το κανάλι την επόμενη.
Το πληρώναμε βέβαια είναι σχετικό, γιατί εμείς τι ευθύνη είχαμε; Το ρημάδι έφταιγε που κάθε τρις και λίγο τα ΄φτυνε.

Φαίνεται όμως ότι νιώθαμε και εμείς λίγο υπεύθυνοι για όλη αυτήν την ταλαιπωρία. Ίσως γιατί το βάζαμε να δουλεύει εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, επτά ημέρες την εβδομάδα και έπινε μαζί μας καφέδες, χυμούς, μπύρες και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Κάποτε μάλιστα έτρωγε κιόλας. Ναι. Μια φορά που το ανοίξαμε για να δούμε τι διάολο συμβαίνει, βρήκαμε μέσα μπισκότα από αυτά που τρώγαμε το πρωί! Επίσης είναι βέβαιο ότι κάπνιζε. Όλα αυτά λοιπόν δημιουργούσαν ένα ενοχικό αίσθημα που μας έκανε να μιλάμε στον πληθυντικό όταν αναφερόμασταν στις ποινικές ρήτρες. Ή, ίσως το ότι γνωρίζαμε ότι ο Νίκος ¨δεν θα μας άφηνε έτσι¨, αν δεν του δίναμε την εκπομπή έγκαιρα, να ήταν ο πραγματικός λόγος.
Ποιος ξέρει;
Το θέμα είναι ότι το σύστημα αρνήθηκε να ανοίξει για τις επόμενες τρεις ώρες. Όταν κρύωσε καλά, δούλεψε και η εκπομπή τελείωσε κανονικά. Εκείνες οι ώρες πέρασαν συζητώντας. Ξεκινήσαμε με το ότι αν δουλεύαμε με φιλμ αυτό δεν θα γινόταν, το άλλο δεν θα γινόταν, μπλα μπλα, μπλα μπλα κλπ. Ξέρεται πως είναι αυτές οι συζητήσεις βέβαια. Ξεκινάς από το ότι έχεις ένα πρόβλημα με το computer και καταλήγεις να αναλύεις τη θέση του Ισλάμ ενόψει της παγκοσμιοποίησης.

Μέσα σε όλα αυτά όμως έπεσε και η ιδέα για την ταινία.
Άσχετο;
Όχι.
Έπρεπε να είστε εκεί.
Εκείνο τον καιρό εγώ και ο Λουκάς, όταν δεν είχαμε τσιγάρο στο στόμα, τρώγαμε ασταμάτητα τα νύχια μας.
Εκείνο το απόγευμα άρχισε να τα τρώει και ο Δημήτρης.
Είχαμε μόλις δύο χρόνια που τελειώσαμε τη σχολή κινηματογράφου ΠΑΡΑΛΛΑΞΗ στη Θεσσαλονίκη. Ήταν μια σχολή που μάζεψε με το άνοιγμά της κάποιους επαγγελματίες της πόλης για να αναβαθμίσουν τις γνώσεις τους, άλλους που ήρθαν για ακαδημαϊκούς λόγους, είχαν έρθει ακόμη περίεργοι και κάποιοι περαστικοί. Από την πρώτη κατηγορία κάποιοι τα παράτησαν στο πρώτο έτος. Από την δεύτερη λίγοι (πολύ λίγοι) έγιναν επαγγελματίες και σταμάτησαν στο δεύτερο έτος. Εξ΄ αιτίας του ότι από την τρίτη και τέταρτη κατηγορία όλοι σταμάτησαν στο τρίτο έτος η σχολή έκλεισε δύο χρόνια μετά. Όσοι αποφοιτήσαμε ¨κανονικά¨, ουσιαστικά απορροφηθήκαμε από την τηλεόραση και αν εξαιρέσεις τις πτυχιακές μας, που ήταν και σε video, η εμπειρία μας με τον κινηματογράφο ήταν αμελητέα. Ο Λουκάς είχε μεγαλύτερη εμπειρία. Είχε φτιάξει μια μικρού μήκους για πτυχιακή μαζί με τον Νίκο Γραμματικόπουλο, την Άντα Λιάκου, τον Δημήτρη Βάσσο και τον Αρσένη Πολυμενόπουλο σε 16mm και κάτι σαν video clip σε Super 8 λίγο καιρό μετά. Για να εξασφαλίσει τον άρτων ημών τον επιούσιων εργαζόταν σαν cameraman. Ο Δημήτρης δεν είχε σπουδάσει μαζί μας αλλά εργαζόταν ως βοηθός παραγωγής τα τελευταία χρόνια και είχε εμπειρία. Εγώ εργαζόμουν στην εταιρία παραγωγής ICON κάνοντας τα πάντα.
Η N΄ORASIS, που βρισκόμασταν εκείνο το απόγευμα, είχε αναλάβει την εκτέλεση παραγωγής της εκπομπής ΝΑΜΑΣΤΕ για λογαριασμό του Νίκου Βερβερίδη. Η εκπομπή ήταν μια σειρά πορτραίτων ανθρώπων που πιστεύαμε ότι είχε ενδιαφέρον ο τρόπος που ζούσαν, που σκέφτονταν κλπ. Βέβαια δεν συμφωνούσαν όλοι μαζί μας. Σκηνοθετούσε και τραβούσε ο Λουκάς, ο Δημήτρης ήταν βοηθός παραγωγής, εγώ έκανα το μοντάζ και είχαμε σκάσει. Είχαμε σκάσει από όρεξη να κάνουμε κάτι που να μας αντιπροσωπεύει δημιουργικά, κάτι που να γεμίσει χαρά την ψυχούλα μας που τόσο είχε βασανιστεί από όλα τα αρνητικά σχόλια που ακούγαμε για την εκπομπή. Ήταν το ενδέκατο επεισόδιο. Τέσσερις εβδομάδες μετά η εκπομπή έφυγε από την N΄ORASIS.
Έτσι, μείναμε όλοι άνεργοι.

Εκείνο λοιπόν το απόγευμα εν μέσω πολιτικών, θρησκευτικών και φιλοσοφικών συζητήσεων τους πρότεινα να κάνουμε μια ταινία μικρού μήκους με θέμα μια κοπέλα που έχει πρόβλημα επικοινωνίας. Το θέμα με είχε απασχολήσει σοβαρά αρκετό καιρό πριν και το είδα σαν ευκαιρία για να το θέσω. Έτσι άρχισα να τους μιλάω για μια κοπέλα που κάτι ακούει, γίνεται αγρίμι και τα κάνει όλα λίμπα. Στο τέλος αποδεικνύεται ότι όλα αυτά ήταν άδικα και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Βασισμένη σε μια παρεξήγηση, η ταινία άρχισε να φτιάχνεται μάλλον εκείνη την στιγμή προσπαθώντας να τους πω λεπτομέρειες της ιστορίας. Τόσο ο Λουκάς όσο και ο Δημήτρης έδειξαν αμέσως περισσότερο ενδιαφέρον απ΄ όσο μπορούσα να αντέξω με αποτέλεσμα να μπερδέψω την υπόθεση τόσο που στο τέλος ούτε και εγώ μπορούσα να βγάλω άκρη. Στις επίμονες ερωτήσεις τους απαντούσα με ένα «μα είναι απλό, όταν η Άρτεμη θα μπει στο σπίτι…… και μετά θα εμφανιστεί στο πάρκο όπου….» και τα πράγματα χειροτέρευαν.
Είχα πάρει τόση φόρα και τους τα έλεγα με τόση αυτοπεποίθηση που στο τέλος τους έπεισα ότι την ιστορία ¨την είχα στα χέρια¨ (αυτό το παιχνίδι το παίζαμε συχνά με τον Λουκά αλλά εκείνο το απόγευμα το είχε ξεχάσει).
Δεν ξέρω ποιος είναι πιο τρελός αλλά έτσι ξεκίνησε μια από τις πιο ¨βαριές¨ μικρού μήκους που έχουν γίνει στην Θεσσαλονίκη.
Έτσι, από το τίποτα, για πλάκα.
Ή σχεδόν για πλάκα.

Το θέμα μου ήταν: η επικοινωνία. Μια επικοινωνία προβληματική και δύσκολη που οδηγεί το μυαλό και το σώμα σε περιπέτειες. Ένα ¨παιχνίδι¨ που μπορεί να μας παίξει το ίδιο μας το μυαλό όταν βρισκόμαστε κάτω από ισχυρή ψυχολογική πίεση (άρα επικοινωνία με τον ίδιο μας τον εαυτό) και έπρεπε να μείνω πιστός μέχρι το τέλος.
Πάνω σ΄ αυτήν την ιδέα θα έπρεπε να βασίζεται η ιστορία, θα έπρεπε να στέκεται μόνη της και από κει και πέρα να πειραματιστώ με τα αφηγηματικά εργαλεία στην σκηνοθεσία.
Αλλά για να έχω ιστορία θα έπρεπε πρώτα να έχω υπόθεση.
Πάντα πίστευα ότι πίσω από τις πιο σύνθετες ιστορίες υπάρχει μια απλή υπόθεση που κάνει αναγνώσιμο το έργο. Όσο μπερδεμένο και αν ήταν το scenario έχοντας ξεκάθαρη την υπόθεση θα ήταν δύσκολο να χαθώ στο δρόμο (καλύτερο παράδειγμα το ¨memento¨).
Και άρχισε το γράψε σβήσε.
Πριν απ΄ όλα αυτά όμως έπρεπε να αποσαφηνίσω το είδος της.
Σκέφτηκα όλα τα είδη αλλά μου κολλούσε καλύτερα απ΄ όλα το ψυχολογικό θρίλερ. Όχι κάτι βαρύ, αλλά ένα θρίλερ που θα μπορούσε να ζήσει ο καθένας μας μέσα στην καθημερινότητά του.
Κάτι που έχουμε δει, αισθανθεί, ή ακούσει και ίσως το παρεξηγήσαμε.
Μου έκατσε καλύτερα το τελευταίο και έτσι έβαλα την ηρωίδα μου στην θέση ενός ανθρώπου που παρερμηνεύει αυτό που ακούει.
Τι θα ήταν όμως αυτό;
Τι θα μπορούσε να την βάλει σε ένα τόσο ισχυρό ψυχολογικό τριπ που να δικαιολογήσει μια τέτοια συμπεριφορά;
Στην αρχή κοίταξα το ενδεχόμενο να αντιδράσει σε ένα θέμα κοινωνικοπολιτικού περιεχομένου αλλά άρχισε να γίνεται ηθικοπλαστικό το πράγμα και το παράτησα. Μετά την έμπλεξα στην οικογένεια και τους θεσμούς της αλλά όσοι θεατές ήταν έξω από την ελληνική πραγματικότητα θα είχαν πρόβλημα να την καταλάβουν. Ήθελα άλλωστε να έχει οικουμενικό χαρακτήρα και η ιστορία δεν θα έπρεπε να χρειάζεται πολλά επεξηγηματικά στοιχεία για τους χαρακτήρες και το κοινωνικό τους περιβάλλον.
Όταν σκέφτηκα την λύση του έρωτα απαντήθηκαν αμέσως τα περισσότερα ερωτήματα που έθετε η υπόθεση.
Άρχισα να γράφω και είδα ότι αυτό το χιλιοειπωμένο θέμα βαστάει ακόμα μια χαρά.
Επειδή όμως η υπόθεση δεν μου έβγαινε ξεκίνησα ανάποδα. Άρχισα να σκέφτομαι την ιστορία και άφησα τις σκέψεις μου να με οδηγήσουν.
Θα ξεκινούσε με την ηρωίδα μου να ακούει από την φίλη της τις ¨αθώες¨ εξομολογήσεις για την σχέση που είχε με τον Βασίλη παλιότερα.  Τώρα όμως με τον Βασίλη είναι εκείνη και όταν τα ακούει, παρ΄ όλο ότι δεν το δείχνει, γίνεται κομμάτια (και ποια δεν θα τα έπαιρνε στο κρανίο;). Της λέει ότι την κορόιδευε τρώγοντας τα λεφτά της παίζοντας στην πραγματικότητα στο καζίνο, ότι είναι αθεράπευτος φουστανάκιας και ότι την είχε κερατώσει μάλιστα και με μια φίλη της.
Όταν γυρνάει σπίτι είναι τόσο αρπαγμένη που τα κάνει μαντάρα στο δωμάτιο ξεκινώντας με ότι υπήρχε μπροστά της και της θύμιζε εκείνον και τη σχέση τους.
Να λοιπόν η κατάλληλη στιγμή για να προετοιμαστεί η ανατροπή.
Τότε την παίρνει τηλέφωνο ο Βασίλης και παρά τις προσπάθειες του να την ηρεμήσει, χρησιμοποιώντας και το χιούμορ του μάλλον αποτυχημένα, τον πλακώνει στο μονότερμα. Βγάζει έτσι από μέσα της την πίεση που δεχόταν αυτές τις ώρες και με τέτοιο τρόπο που δείχνει ότι δεν είναι διατεθειμένη να παίζει άλλο το θύμα. Έχει μάθει για εκείνον και τώρα είναι αποφασισμένη να δώσει τέλος σ΄ αυτήν την απάτη (ή αυταπάτη;).
Σ΄ αυτό το σημείο είχα πρόβλημα. Έπρεπε να βρεθεί ο τρόπος που να οδηγήσει στην παρεξήγησή της.
Στην πρώτη γραφή την έχω να τελειώνει το ¨μονότερμα¨ και όταν εκείνος δεν απαντάει νομίζει ότι έπαθε κάτι κακό και μπαίνει στην περιπέτεια. Αλλά μου φαινόταν λίγο.
Ένα βραδάκι που καθόμασταν σε ένα μπαρ και από πίσω ήταν ένα ερωτευμένο ζευγαράκι, άκουσα τον τύπο να λέει στην καλή του για πλάκα: αν με αφήσεις δεν ξέρω τι θα κάνω, μπορεί να κάνω καμιά τρέλα και εκτός από το ότι έδωσε την λύση, μπήκε και όπως το άκουσα.
Έτσι, όταν η Άρτεμη ακούει έναν πυροβολισμό στο τηλέφωνο συμπεραίνει ότι ο δικός της σοβαρολογούσε.
Αυτό που έπρεπε τώρα ήταν να αποκτήσει ο λόγος της την βαρύτητα που χρειαζόταν για να οδηγηθεί ο Βασίλης σε μια τέτοια πράξη.
Ξαναγράφτηκε λοιπόν και κατέληξε σε ένα προσβλητικό, χλευαστικό, ειρωνικό, υβριστικό κείμενο που ήθελε προσοχή στην ερμηνεία του γιατί οι λέξεις, περισσότερο απ΄ όλα, αποκτούν την σημασία τους ανάλογα με τον τρόπο που θα τις πεις, βεβαίως και από την ψυχολογική διάθεση του δέκτη (και αυτό εντάσσετε στο γενικότερο πρόβλημα επικοινωνίας).
Ο Βασίλης από την άλλη θα έπρεπε να είναι ένα άτομο ευαίσθητο άρα καλλιτέχνης (η εύκολη λύση). Αρχικά τον είχα ζωγράφο αλλά το γεγονός ότι θα μπορούσα να αυτοσαρκαστώ μ΄ άρεσε περισσότερο.
Έτσι τον έκανα σκηνοθέτη.
Ο πυροβολισμός που θα ακουγόταν προέκυψε αμέσως από την ταινία που είχε αρχίσει να φτιάχνει και έτσι θα αποδεικνυόταν και το ότι η φίλη της έλεγε ψέματα για να την ¨κουρντίσει¨.
Η ανατροπή λοιπόν είχε γίνει και μάλιστα με τον καλύτερο τρόπο.
Η Άρτεμη έχει τα νεύρα της, ξεσπάει επάνω του, αλλά όταν καταλαβαίνει ότι αυτή η στάση της τον οδήγησε στην αυτοκτονία μπαίνει στο τριπ. Τα συναισθήματά της τώρα δεν είναι το μίσος και η απέχθεια που έβγαζε πριν αλλά αγάπη και συμπόνια για τον άνθρωπο Βασίλη, τον άνθρωπό της.
Από δω και πέρα τα πράγματα ήταν πιο εύκολα.
Όσο η Άρτεμη τρέχει για το σπίτι του μπας και ¨προλάβει¨ τίποτα βρίσκεται αντιμέτωπη με τις καλύτερες στιγμές της σχέσεις τους πράγμα που την βασανίζει ακόμα περισσότερο.
Αυτό σηματοδοτεί και κάτι άλλο που είναι πολύ σημαντικό για μένα, το πόσο ευάλωτοι ήμαστε από εμάς τους ίδιους.
Μ΄ άρεσε.
Τελικά ο Βασίλης είναι στο studio και όταν φτάνει εκεί τον βρίσκει με τους συνεργάτες του να έχουνε ξεκινήσει την ταινία.
Έτσι καταλαβαίνει τι έχει γίνει.  

Πέταξα λοιπόν το εισαγωγικό με την φίλη (που θα προέκυπτε μέσα από το μονότερμα της Άρτεμης και κατέληξα σε μια υπόθεση λίγων σειρών που ήταν έτσι:

Μια κοπέλα γύρω στα 20 γυρνάει ένα μεσημέρι σπίτι της τσατισμένη από αυτά που της είπε η φίλη της για τον καλό της και όταν εκείνος την παίρνει τηλέφωνο ξεσπάει πάνω του με τον χειρότερο τρόπο. Ο πυροβολισμός που ακούγεται από την άλλη άκρη του τηλεφώνου την κάνει να πιστέψει ότι αυτοκτόνησε και την βάζει σε έναν αγώνα δρόμου για να σώσει εκείνον και την ψυχή της. Ο Βασίλης όμως είναι καλά. Καλύτερα δεν γινόταν. Όλα αυτά που της έλεγε η φίλη της ήταν ψέματα. Μπορούν τώρα να συνεχίσουν τη ζωή τους μαζί και ίσως καλύτερα από ότι πριν.

Δεν είναι ωραίο;
Όχι;
Το ξέρω.
Δεν με απογοήτευε το γεγονός ότι η υπόθεση δεν ήταν κανένα αριστούργημα αλλά ήταν σίγουρα ξεκάθαρη για τις προθέσεις της.

Έχοντας λοιπόν στα χέρια μου καθαρό το θέμα και την υπόθεση έγραψα από την αρχή την ιστορία.

Είναι απόγευμα Δευτέρας και η Άρτεμη, μια εικοσάχρονη κοπέλα, βρίσκετε στο σπίτι της σε κακή ψυχολογική κατάσταση εξ  αιτίας των όσων της είπε μια φίλη της για τον πρώην γκόμενό της  Βασίλη που τώρα όμως είναι της Άρτεμης. Δεν ξέρει τι να κάνει με όσα έχει μάθει γι΄ αυτόν που μέχρι πριν από δυο ώρες ήταν ο πιο σημαντικός άνθρωπος της ζωής της, γι΄ αυτόν που αγαπούσε όσο τον εαυτό της και ίσως περισσότερο. Δεν χωράει πουθενά. Είναι νευρική και μόνη της. Οι φωτογραφίες στο κομοδίνο είναι οι πρώτες που θα πληρώσουν την ταραχή της. Τις παίρνει και τις σχίζει σε όσο μικρότερα κομματάκια μπορεί όταν…. χτυπάει το τηλέφωνο. Δεν έχει όρεξη να μιλήσει τώρα αλλά ο Βασίλης στην άλλη άκρη προσπαθεί να καταλάβει τι γίνεται. Η Άρτεμη επιμένει αλλά ο ανυποψίαστος και ευδιάθετος φίλος της προσπαθεί με τον τρόπο του να αλλάξει την κατάσταση. Μάταια όμως. Η Άρτεμη είναι έξω φρενών. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να τις φέρεται έτσι, να την κοροϊδεύει και  τελικά του τα ¨ρίχνει¨. Του λέει για το ότι μίλησε με την παλιά του γκόμενα την Ελένη και εκείνη της τα είπε όλα. Ξέρει την αλήθεια για την δική τους σχέση και ότι τώρα έχει μετανιώσει για όσα έκανε για εκείνον, για τις ώρες που ήτανε μαζί, για όσα πίστευε ότι εκείνος αντιπροσώπευε. Κατάλαβε ότι είναι ένα καθίκι που την εκμεταλλευόταν και ότι δεν θα του έδινε ξανά την ευκαιρία να είναι το θύμα στην σχέση τους, ότι ακόμα και το sex που κάνανε ήταν ψεύτικο, ότι δεν την ενδιαφέρει πια τι έχει σκοπό να κάνει με την ζωή του και ας την τελείωνε όπως της είχε πει παλιότερα γιατί τώρα τον αφήνει.
Ο Βασίλης, όταν κατάλαβε ότι πάει για γκρίνια η ιστορία άφησε το τηλέφωνο δίπλα του ανοιχτό και μετά το ξέχασε. Έχει ξεκινήσει τα γυρίσματα της ταινίας του και μάλιστα είναι στο πλάνο όπου ο τρελός δολοφόνος πυροβολεί. Αυτόν τον πυροβολισμό ακούει η Άρτεμη και πιστεύει ότι ο Βασίλης αυτοκτόνησε. Μπορεί προηγουμένως να έλεγε ότι δεν την νοιάζει αλλά δεν το πίστευε. Την νοιάζει και την παρανοιάζει για την ζωή του γιατί είναι και δικιά της ζωή μια και όσα πίστευε μέχρι πριν από λίγες ώρες δεν μπορούν να γίνουν αέρας και να χαθούν. Τρέχει με όλη της την δύναμη να προλάβει τον Βασίλη που μπορεί απλώς να έχει τραυματιστεί και να χρειάζεται βοήθεια. Τρέχει μήπως και προλάβει να διορθώσει το κακό που προκάλεσε, μήπως προλάβει να του πει πριν ξεψυχήσει ότι τίποτα από όλα αυτά που έλεγε δεν ήταν αλήθεια και ότι τον αγαπάει ακόμα με το ίδιο πάθος όπως και πριν, ότι θα τον αγαπάει για πάντα. Όταν η Άρτεμη φτάσει στο studio απ΄ όπου της τηλεφώνησε θα βρει τον Βασίλη ανάμεσα στους συνεργάτες του να δουλεύουν για την ταινία που τις έλεγε τόσο καιρό ότι ετοιμάζει. Άρα η φίλη της έλεγε ψέματα και όχι ο Βασίλης.

Τώρα σας άρεσε;
Όχι;
Δεν πειράζει γιατί η ιστορία μπορεί να μην είναι από τις καλύτερες αλλά το θέμα είναι να βγαίνει από το scenario.
Δούλευα λοιπόν με αυτόν τον σκοπό.
Έγραφα συνέχεια.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αλλάζει μέρα παρά μέρα και τα παιδιά είχαν αρχίσει να ¨φρικάρουν¨.
Εκτός από το πρόβλημα με την εκπομπή που ήταν χάλια (έφτανε και στο τέλος της αλλά εμείς δεν το ξέραμε) είχαμε τώρα κι΄ άλλο.
Την ταινία μου.
Από κάποια στιγμή και μετά όμως βλέποντας ότι απασχολούνται περισσότερο μ΄ αυτήν από ότι με την εκπομπή, σταμάτησα να τους ανακοινώνω τις σεναριακές εξελίξεις.
Οι μέρες πέρασαν χωρίς να ξανασυζητηθεί το θέμα και έτσι αρχίσαμε να κοιμόμαστε νωρίς.

Είχανε περάσει δύο εβδομάδες και βρισκόμασταν στο δέκατο τρίτο επεισόδιο της σειράς. Οι πιέσεις από τον παραγωγό για μείωση του κόστους είχαν αυξηθεί αφόρητα, τα σχόλια για το περιεχόμενο χειροτέρευαν και αρχίσαμε να ακούμε ¨καμπανάκια¨.
Έτσι, αρχίσαμε πάλι να ξενυχτάμε.
Σε μια από αυτές τις συναντήσεις έπεσε σαν κεραυνός η ιδέα να σταματήσουμε την εκπομπή «γιατί δεν πάει άλλο».
Αυτό που δεν πήγαινε άλλο στην πραγματικότητα ήταν ότι εμείς θέλαμε να κάνουμε κάτι πολύ καλύτερο (έτσι νομίζαμε) από αυτό που μας ζητούσε ο παραγωγός με αποτέλεσμα να μην του μένουνε λεφτά και να μας ¨πρήζει¨ κάθε τόσο. Δεν πήγαινε άλλο δηλαδή να μας ¨την λέει¨ κάποιος για αυτό που θεωρούμε εμείς καλό και δουλεύουμε τριάντα ώρες την ημέρα (πληρωνόμασταν για τις δέκα). Να μας λέει ότι είναι ακριβό και κακό (νομίζω ότι στον Νίκο η εκπομπή άρεσε αλλά παρασυρόταν).
Θυμόσαστε τις πρώτες μας σχέσεις; Που μόλις μυριζόμασταν χυλόπιτα την ρίχναμε εμείς πρώτοι;
Ε, κάπως έτσι νιώθω ότι λειτουργήσαμε. Σαν σχολιαρόπαιδα που η πιτσιρίκα τα πήρε με την ανωριμότητά μας αλλά την προλάβαμε στην στροφή!
Στο δέκατο πέμπτο επεισόδιο, έπεσε ένα ΤΕΛΟΣ στους τίτλους τέλους σαν ατομική βόμβα. Τα τηλέφωνα πήραν φωτιά και κάηκαν τα μπατζάκια μας.

Όταν η εκπομπή έφυγε από τα χέρια μας και άδειασε το μυαλό μας από τις πιέσεις και τα αδιέξοδα (…δεν έχω θέμα για την επόμενη εβδομάδα, …ο τύπος είναι χάλια στην κάμερα, δεν τα λέει, κλπ), έβγαλα το scenario από το μανίκι και φώτισαν τα προσωπάκια μας. Έτσι, ξαναγυρίσαμε στους καπνούς, τις μπύρες και τους καφέδες. Αυτή τη φορά όμως για να συζητάμε το πώς θα καταφέρναμε να κάνουμε την ταινία, πως θα ξεπερνούσαμε τα δεκάδες τεχνικά προβλήματα που προέκυπταν και ποιοι θα μας βοηθούσαν.
Όσο προχωρούσαν όμως οι συζητήσεις και τα παιδιά γουστάρανε πιο πολύ με την φάση, τόσο εγώ δυσκόλευα το scenario με αποτέλεσμα να το κάνω στο τέλος μη πραγματοποιήσιμο.
Έφτασα στο σημείο να έχω σκηνή μέσα όπως η παρακάτω:

14 Σκηνή. Μέρα. Εξωτερικό. Στα στενά της Άνω πόλης.
Η Άρτεμης πετάει πάνω από τα στενά  της περιοχής. Το βλέμμα της είναι ήρεμο, απολαμβάνει την απογευματινή πτήση πάνω από τις σκεπές των χαμηλών σπιτιών κάνοντας ελιγμούς στις καμινάδες. Ακριβώς από κάτω της ένας φωτογράφος αποθανατίζει το μαγευτικό τοπίο.




VOICE OFF Άρτεμης:
…ακόμη και τότε που σου έδωσα τα χρήματα με κοίταξες σαν να ήμουνα κουμπαράς. Και πήγες και τα έφαγες στο καζίνο... ή μήπως νομίζεις ότι δεν θα το μάθαινα κι΄ αυτό;


Ευτυχώς που την συγκεκριμένη σκηνή δεν τους την έδειξα ποτέ.


Όταν έφτιαξα το πρώτο scenario και είδα ότι το είχα κάνει πάρα πολύ δύσκολο το έβαλα στην άκρη και άρχισα να γράφω ένα άλλο που ήταν ακριβώς το αντίθετο.
Όταν τελείωσα και μ΄ αυτό πήρα ψαλίδι και κόλλα και άρχισα να κάνω μοντάζ ανάμεσά τους. Το τι χαρτί έχω ξοδέψει εκείνη την μέρα δεν λέγεται. Αν με έβλεπε κανείς θα μ΄ έβαζαν φυλακή.
Κάποια στιγμή αργά το βράδυ βρέθηκα μπροστά σε ένα σχεδόν τελειωμένο scenario.
Το συμμάζεψα λίγο στο computer και το τύπωσα.

Η καινούρια χρονιά λοιπόν μπήκε χωρίς εκπομπή, χωρίς λεφτά και χωρίς τιμή (μας είχαν κατηγορήσει όλοι για ανευθυνότητα γι΄ αυτό που κάναμε).
Αλλά είχαμε ταινία μπροστά μας.
Πριν καλά καλά κοπάσει ο θόρυβος για τις εξελίξεις  στην εκπομπή, μαζευτήκαμε και αρχίσαμε να επεξεργαζόμαστε την τελευταία version. Θυμάμαι ακόμη τον Λουκά και τον Δημήτρη να διαβάζουν την ιστορία και να βγάζουν περίεργους ήχους. Δεν ήταν θαυμασμός για το μεγάλο ταλέντο που είχαν μπροστά τους. Ήταν επειδή είχαν μπερδευτεί και το μυαλό τους έκανε πολύ θόρυβο για να κατανοήσει.
Το scenario όμως ήταν τελικό.
Το είχα αποφασίσει όταν είδα ότι υπήρχε ένα κενό δραστηριότητας δύο τριών μηνών μπροστά μας και έπρεπε να το εκμεταλλευτώ για να κάνουμε την ταινία.
Έτσι λοιπόν είπαμε να το βάλουμε μπρος.






Scenario για ταινία μικρού μήκους του Μάνου Παπαδάκη.
Διάρκεια 12΄
Έγχρωμη.


1.      Σκηνή: Νύχτα. Εξωτερικό.
Ο ουρανός με αστέρια και γη που γυρνάει (σκηνικό), παράλληλα πέφτουν οι τίτλοι.

VOICE OFF
Άρτεμης
(μιλάει στο τηλέφωνο τσατισμένη)
…δεν είχες πει ότι δε θα ξαναπαίξεις ρε πούστη; Μέρα παρά μέρα στο καζίνο είσαι και μ΄ έχεις φλομώσει στις μπαρούφες για την ταινία, τη μια «πάω για ρεπεράζ», την άλλη «να δούμε κάτι κάμερες» και ποτέ δεν ξεκινάτε…



2.      Σκηνή: Νύχτα. Εσωτερικό. Κάτω από τη γη.
Η κάμερα κινείται παράλληλα με το υπόγειο καλώδιο του ΟΤΕ μέχρι που φτάνει σε ένα κόμβο και το καλώδιο συνεχίζει σε δύο κατευθύνσεις.

VOICE OFF
Άρτεμης
(συνεχίζει)
…Δεν ξεκινάτε γιατί τάχεις φάει όλα. Με έκανες ότι ήθελες και δεν το αντέχω... Και με τη δικαιολογία της κολοκατάθλιψής σου κάθε φορά φοβόμουν μήπως κάνεις καμιά μαλακία στο τέλος...

Η κάμερα διαλέγει το δεξί καλώδιο και ακολουθεί.
Δυο καινούριες ανδρικές φωνές (ο Δ και ο Γ) ακούγονται να συζητάνε.

Δ.
Θα τον πάω στα δικαστήρια τον πούστη και δεν θα του αφήσω ούτε σπίτι, ούτε αυτοκίνητο, ούτε τίποτα. Μέχρι και το σώβρακο θα του πάρω του μαλάκα...

Γ.
Θα του κλάσεις τα αρχίδια. Αυτός μπορεί να αγοράσει και εσένα και τον Βασίλη και όλη την οικοδομή άμα θέλει και συ μου λες θα τον πας στα δικαστήρια;

Δ.
Θα δεις, θα δεις. Δεν με ξέρεις καλά εμένα. Το ΄86.....

Το φιλμ γυρνάει πίσω με τεχνικό τρόπο (στη μουβιόλα) μέχρι τον κόμβο όπου η κάμερα ακολουθεί αυτή τη φορά το αριστερό καλώδιο. Η Άρτεμης συνεχίζει από καινούριο σημείο.


Άρτεμης
(συνεχίζει)
… Ότι σιχαινόμουνα στη ζωή μου τό ΄χεις κάνει. Θα μπορούσε να ήταν οποιαδήποτε άλλη στη θέση μου. Το μόνο που ήθελες είναι ένα μουνί για να γαμάς και να πηγαίνεις μετά στους φίλους σου.



3.      Σκηνή. Μέρα εξωτερικό-εσωτερικό στο διαμέρισμα της Άρτεμης.
Βγαίνουμε από το έδαφος σε καλώδιο στον τοίχο, το παρακολουθούμε και μπαίνουμε σε μπουάτ. Βγαίνουμε από το μπουάτ στο δωμάτιο, φωτογραφία σπασμένη, καρέκλες ανάποδα, το δωμάτιο βρίσκεται σε μεγάλη ακαταστασία.
Η Άρτεμη μιλάει στο τηλέφωνο. Το πρόσωπό της υπογραμμίζει την ψυχολογική της κατάσταση. Είναι πολύ εκνευρισμένη και ξεσπάει.

Άρτεμης
…Εμείς οι δύο όμως τελειώσαμε. Τελείωσαν οι ευκαιρίες. Κάθε φορά που μου ζητούσες συγνώμη νόμιζα ότι ήταν η τελευταία και μου το ξανάκανες. Και ξανά και ξανά και τέρμα. Να πας τώρα να σου τα κάνει η Ρένα, η Βίκυ ή όποια έχει σειρά γιατί εγώ έφυγα…


4.      Σκηνή. Εσωτερικό. Στο studio (μουβιόλα).
 Ο Βασίλης βρίσκεται καθισμένος στο τραπέζι της μουβιόλας. Περνάει φιλμ στα πιάτα, δουλεύει, βλέπουμε πλάνα από μια ταινία με έναν τύπο που κρατάει στα χέρια του ένα όπλο. Η Άρτεμης ακούγεται μέσο τηλεφώνου.

VOICE OFF
Άρτεμης
…και να το πεις στους φίλους σου έτσι όπως σου το λέω. Ότι έφυγα εγώ και όχι ότι με έδιωξες εσύ. Ότι την έκανα, γιατί είσαι μαλάκας και δεν μπόρεσες να με κρατήσεις.
Τ ΄ΑΚΟΥΣ; Γιατί είσαι κομπλεξικός και ανάπηρος.
Ανάπηρος στο μυαλό…
… και στο κρεβάτι ο χειρότερος είσαι και άμα  δίνανε βραβείο θα το΄ παιρνες. Και μη μου πεις ότι προσποιήθηκα...γιατί...




5.      Σκηνή.  Μέρα. Εσωτερικό. Στο διαμέρισμα της Άρτεμης.
Λεπτομέρειες από τα νευρικά χέρια της Άρτεμης, το σώμα της κλπ.

Άρτεμης
 (συνεχίζει)
 ...ναι ρε πούστη προσποιήθηκα, γιατί περίμενα  μπας και πάρω και εγώ κάτι, αλλά τόσο βλαμμένη είμαι και ΄γω.                                  
Δεν έβλεπα τι είχα μπροστά μου και συνέχιζα. «Περίμενε να σε πάρω» και περίμενα, «αυτόν τον καιρό έχω δουλειά... δεν μπορώ», και εγώ τι θα κάνω ρε; θα περάσω μια ζωή να σε περιμένω;



6.      Σκηνή. Εσωτερικό. Στο studio (μουβιόλα).
Ο Βασίλης συνεχίζει το μοντάζ της ταινίας και παρακολουθούμε πλάνα της. Η Άρτεμης ακούγεται μέσω τηλεφώνου.


VOICE OFF
Άρτεμης.
Ποιος νομίζεις ότι είσαι; ή μήπως νομίζεις ότι η γη γυρνάει γύρω από σένα;
«Μη με αφήσεις σε παρακαλώ γιατί δεν ξέρω τι θα κάνω, μπορεί να κάνω καμιά τρέλα» (τον κοροϊδεύει).
Μα αν νομίζεις ότι θα με τουμπάρεις με τα κολοψυχολογικά σου  πάλι λάθος κάνεις γιατί σου είπα:



7.      Σκηνή.  Μέρα. Εσωτερικό. Στο διαμέρισμα της Άρτεμης.
Η Άρτεμης πηγαινοέρχεται, η κίνησή της μπερδεύεται με την κίνηση ενός ύποπτου άνδρα που πλησιάζει έξω από ένα γραφείο που απ΄ έξω γράφει: ΓΡΑΦΕΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ.

Άρτεμης.
Τέρμα.... Σ΄ ΕΧΩ ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΙΑΝΕΙ Η ΜΕΛΑΝΗ
και αν....

Ακούγεται ένας πυροβολισμός (τηλεφωνική χροιά). Η Άρτεμης σαστίζει, δεν ξέρει τι να κάνει.

Άρτεμης.
Όχι ρε μαλάκα...

Πετάει κάτω το τηλέφωνο, απλώνει το χέρι να πιάσει τα κλειδιά στην εταζέρα, δεν τα φτάνει, τα αφήνει και φεύγει από το σπίτι τρέχοντας.




8.      Σκηνή. Μέρα. Εξωτερικό. Έξω από το σπίτι της Άρτεμης.
Η Άρτεμης βγαίνει από το σπίτι τρέχοντας.

VOICE OFF
Ένα τηλέφωνο κουδουνίζει. Ακούγεται κάποιος να το σηκώνει.

Άρτεμης
(νευριασμένη)
Ναι;
Βασίλης
 (ανυποψίαστος)
Έλα γεια, τι γίνεται;




9.      Σκηνή. Μέρα. Εξωτερικό. Μπροστά από τον κινηματογράφο Ολύμπιον.
Η Άρτεμης τρέχει με έντονη την αγωνία στο πρόσωπό της.

VOICE OFF (συνέχεια)
Άρτεμης
Τι γίνεται; Που είσαι;
Βασίλης
Τι έγινε νευράκια έχουμε;
Άρτεμης
Νευράκια; Έλα  λέγε τι θες;





10.  Σκηνή. Μέρα. Εξωτερικό. Στο πάρκο Φωκά.
Η Άρτεμης τρέχει γελώντας (με άλλα ρούχα) και πίσω της είναι ο Βασίλης που την κυνηγάει μέχρι που χάνονται πίσω από μια θημωνιά.

VOICE OFF (συνέχεια)
Βασίλης
Που ήσουν; έπαιρνα όλο το πρωί.
Άρτεμης
Άσε που ήμουν και πες τι θέλεις
Βασίλης
...
Άρτεμης
Έλα πες τι θέλεις;
Βασίλης
...Τι έχεις;
Άρτεμης
Πες τι θέλεις καλύτερα γιατί δεν σε συμφέρει να σου πω τώρα τι έχω. Έχω τα νεύρα μου.
Βασίλης
Και φταίω εγώ;
Άρτεμης
Ποιος φταίει, εγώ;
Βασίλης
Λίγο μπερδεμένα μου τα λες ¨σουτζουκάκι¨ μου.
Άρτεμης
¨Σουτζουκάκι¨ μου; Δεν αφήνεις τις μαλακίες λέω γω;
Βασίλης
Μα τι σε έπιασε τώρα;



11.  Σκηνή. Νύχτα. Εσωτερικό. Στο γραφείο συμβούλων.
Πλάνα ταινίας με ύποπτο να κοιτάει από το τζάμι, έναν νεαρό γιάπι να παίζει ηλεκτρονικό, κλπ.

VOICE OFF (συνέχεια)
Άρτεμης
Βρέθηκα με την Ελένη το πρωί και μου είπε κάποια πράγματα που δεν μου άρεσαν καθόλου.
Βασίλης
Μα  σου είπα, στην Ελένη πάντα άρεσα και... θυμάσαι στη Σκιάθο; ακόμη και μπροστά σου με φλέρταρε, γιατί την πιστεύεις;
Άρτεμης
Ναι, θυμάμαι  που την κοιτούσες και σου τρέχανε τα σάλια. Σε μένα τα λες;
Βασίλης
Ποιος ξέρει τι  μαλακίες σου έχει αραδιάσει.




12.  Σκηνή. Εσωτερικό. Στο studio (μουβιόλα).
Ο Βασίλης κατεβάζει το τηλέφωνο αδιάφορα και το αφήνει δίπλα από την μουβιόλα συνεχίζοντας να εργάζεται με το φιλμ.

VOICE OFF (συνέχεια)

Άρτεμης
(σχεδόν υστερικά)
Λοιπόν τέρμα. Μου την έχει δώσει όλη αυτή η κατάσταση. Σκάσε και άκου. Για πρώτη φορά στη ζωή σου άκου με.



13.  Σκηνή. Μέρα. Εξωτερικό. Σε πολυσύχναστο δρόμο.
Η Άρτεμη συνεχίζει το τρέξιμο ανάμεσα από διάφορους ανθρώπους που περπατούν αμέριμνοι.

VOICE OFF (συνέχεια)

Άρτεμης
Δε μου έδωσες ποτέ την ευκαιρία να σου πω τι νιώθω πραγματικά. Ήσουν πάντα κλεισμένος στον εαυτό σου και έπαιρνες αυτό που ήθελες χωρίς να δίνεις. Είναι πολύ εγωιστικό γαμώ το μου...



14.  Σκηνή. Μέρα. Εξωτερικό. Στην παραλία.
Η Άρτεμη κάνει Joking (φοράει σορτσάκι, φανελάκι και αθλητικά παπούτσια).

VOICE OFF (συνέχεια)
Άρτεμης
Και μετά...κάθε φορά που έφευγες...
...με έκανες να νιώθω ότι παίρνεις μαζί σου και ένα κομμάτι από μένα....








15.  Σκηνή. Μέρα. Εξωτερικό. Σε κεντρική οδό μέσα στο αυτοκίνητο.
Την ώρα που η Άρτεμη πάει να περάσει το δρόμο, ένα 2CV μπαίνει μπροστά της και της κόβει τον δρόμο. Μέσα είναι η ίδια και ο Βασίλης που γελάνε, παίζουν μεταξύ τους, με το ραδιόφωνο, γαργαλιούνται, ο Βασίλης της δαγκώνει το χέρι, εκείνη το ανταποδίδει, το αυτοκίνητο κάνει ζιγκ ζαγκ, είναι ευτυχισμένοι. Το 2CV απομακρύνεται και η Άρτεμη στέκεται απορημένη να το κοιτάει.

VOICE OFF (συνέχεια)
Άρτεμης
Είναι άδικο ρε πούστη γιατί ποτέ δεν είδες τι πραγματικά μου συνέβαινε... ήσουν στον κόσμο σου.
Η Ελένη μου τα είπε όλα, μου είπε ότι τα ίδια έκανες και σ΄αυτήν και πριν από αυτήν τα ίδια είχες κάνει στη Κατερίνα.
Γιατί ρε μαλάκα; Τι σου φταίνε οι γυναίκες; Τι σου έκανα και μου φέρθηκες έτσι;
Δε μπορώ άλλο τάχω παίξει. Χάλασα  πάρτο απόφαση. Να ψάξεις να βρεις άλλο παιχνίδι. Ένα χρόνο τώρα μ΄έχεις έλα δω, πάνε ΄κει, κάνε αυτό, κάνε΄κείνο, σα μπαλάκι... κι ούτε μια φορά δεν είδα αυτό που ζητούσα. Δε σε είδα ποτέ ρε πούστη να με κοιτάς σα να ήμουν μοναδική.



16.  Σκηνή. Μέρα. Εξωτερικό. Στην Άνω πόλη.
Η Άρτεμη τρέχει, στα στενά  της περιοχής, ένας φωτογράφος βγάζει φωτογραφίες.
VOICE OFF (συνέχεια)
Άρτεμης
Ακόμη και τότε που σου έδωσα τα χρήματα με κοίταξες σαν να ήμουνα κουμπαράς. Και πήγες και τάφαγες στο καζίνο... ή μήπως νομίζεις ότι δεν θα το μάθαινα κι΄αυτό;


17.  Σκηνή. Μέρα. Εξωτερικό. Στο café CAPPUCCINO (Εγνατία).
Η Άρτεμη τρέχει και περνώντας δίπλα από ένα καφέ βλέπει μέσα να κάθονται η ίδια και ο Βασίλης . Η δυο τους είναι καθισμένοι σε ένα τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο και ανταλλάσσουν δώρα, χάδια, φιλιά. Είναι του Αγ. Βαλεντίνου.

VOICE OFF (συνέχεια)
Άρτεμης
Τόσο καιρό με δουλεύεις και δεν είχα πάρει χαμπάρι τίποτα. Με γέμισες ψέματα γαμώτο και ποτέ δεν κράτησες τις υποσχέσεις σου.




18.  Σκηνή. Μέρα. Εξωτερικό. Κεντρική λεωφόρος – έξοδος της πόλης (Βούλγαρη για Χαλκιδική).
Η Άρτεμη με τον Βασίλη  σε μια μηχανή φορτωμένη μπαγκάζια ταξιδιού φορώντας καπέλα γελωτοποιών.
VOICE OFF (συνέχεια)
Άρτεμης
Δεν είχες πει οτι δεν θα ξαναπαίξεις ρε πούστη; μέρα παρά μέρα στο καζίνο είσαι και μ΄έχεις φλομώσει στις μπαρούφες για την ταινία, τη μια «πάω για ρεπεράζ», την άλλη «να δούμε κάτι κάμερες» και ποτέ δεν ξεκινάτε.
Δεν ξεκινάτε γιατί τάχεις φάει όλα.
Με έκανες ότι ήθελες και δεν το αντέχω...







19.  Σκηνή. Μέρα. Εξωτερικό. Κεντρική λεωφόρος – είσοδος της πόλης Εγνατία μπροστά στη Φιλοσοφική;).
Η Άρτεμη τρέχει στο δρόμο, την προσπερνάει κάποιος ποδηλάτης που σταματάει λίγο πιο κάτω, αφήνει το ποδήλατό του και μπαίνει στον τηλεφωνικό θάλαμο. Η Άρτεμη  πλησιάζει, κοιτάει το αφημένο ποδήλατο και σταματάει.

VOICE OFF (συνέχεια)
Άρτεμης
…και με τη δικαιολογία της κολοκατάθλιψής σου κάθε φορά φοβόμουν μήπως κάνεις καμιά μαλακία στο τέλος. Ότι σιχαινόμουνα στη ζωή μου μου τόχεις κάνει. Θα μπορούσε να ήταν οποιαδήποτε άλλη στη θέση μου….



20.  Σκηνή. Μέρα. Εξωτερικό. Δάσος Πετροκέρασα.
Η Άρτεμη κάνει ποδήλατο στη εξοχή, δίπλα της κάνει ποδήλατο ο Βασίλης. Στην μέση του χωματόδρομου δύο νέοι (Λουκάς – Δημήτρης) βάφουν οδική διαχωριστική λωρίδα.

VOICE OFF (συνέχεια)
Άρτεμης
…το μόνο που ήθελες είναι ένα μουνί για να γαμάς και να πηγαίνεις μετά στους φίλους σου.
Εμείς οι δύο όμως τελειώσαμε. Τελείωσαν οι ευκαιρίες…





21.  Σκηνή. Μέρα. Εσωτερικό. Στην οικοδομή του σπιτιού του Βασίλη.
Η Άρτεμη ανοίγει την πόρτα της οικοδομής, μπαίνει στο ασανσέρ, φτάνει στον τρίτο, βγαίνει από το ασανσέρ.

VOICE OFF (συνέχεια)
Άρτεμης
Κάθε φορά που μου ζητούσες συγνώμη νόμιζα ότι ήταν η τελευταία... και μου το ξανάκανες και ξανά και ξανά και τέρμα.



22.  Σκηνή. Μέρα. Εσωτερικό. Στο δωμάτιο του Βασίλη.
Ένας τοίχος πιτσιλίζεται με αίματα.

VOICE OFF (συνέχεια)
Άρτεμης
Να πας τώρα να σου τα κάνει η Ρένα, η Βίκυ ή όποια έχει σειρά γιατί εγώ έφυγα.




23.  Σκηνή. Συνέχεια προηγούμενης.
Η Άρτεμη ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του Βασίλη και τον βρίσκει στο κρεβάτι να κάνει έρωτα. Ο Βασίλης ξαφνιάζεται από το άνοιγμα της πόρτας και καθώς σηκώνει το κεφάλι του αποκαλύπτει ότι η γυναίκα που είναι κάτω του, είναι η ίδια η Άρτεμη.

VOICE OFF (συνέχεια)
Άρτεμης
Και να το πεις στους φίλους σου έτσι όπως σου το λέω.
Ότι έφυγα εγώ και όχι ότι με έδιωξες εσύ. Ότι την έκανα, γιατί είσαι μαλάκας και δεν μπόρεσες να με κρατήσεις. Τ ΄ΑΚΟΥΣ; Γιατί είσαι κομπλεξικός και ανάπηρος





24.  Σκηνή. Μέρα. Εσωτερικό. Στην οικοδομή του σπιτιού του Βασίλη.
Η Άρτεμη βγαίνει από το ασανσέρ βιαστικά και φτάνει στην πόρτα του διαμερίσματος του Βασίλη όπου επάνω υπάρχει ένα σημείωμα.

Σημείωμα: ΕΙΜΑΙ ΣΤΟ STUDIO

VOICE OFF (συνέχεια)
Άρτεμης
Ανάπηρος στο μυαλό. Και στο κρεβάτι ο χειρότερος είσαι και άμα  δίνανε βραβείο θα το΄παιρνες.



25.  Σκηνή. Μέρα. Εσωτερικό. Στο studio (μουβιόλα).
Ο Βασίλης είναι πεσμένος στο πλάι πάνω στην μουβιόλα ενώ από το κεφάλι του τρέχουν αίματα που στάζουν στο πάτωμα.

VOICE OFF (συνέχεια)
Άρτεμης
Και μη μου πεις ότι προσποιήθηκα...γιατί......ναι ρε πούστη προσποιήθηκα, γιατί περίμενα  μπας και πάρω και εγώ κάτι, αλλά τόσο βλαμμένη είμαι και ΄γω.




26.  Σκηνή. Μέρα. Εξωτερικό. Μπροστά στα café της λεωφόρου Νίκης.
Η Άρτεμη τρέχει ανάμεσα στον κόσμο και χάνεται πίσω από το περίπτερο.

VOICE OFF (συνέχεια)
Άρτεμης
Δεν έβλεπα τι είχα μπροστά μου και συνέχιζα. «Περίμενε να σε πάρω» και περίμενα,

27.  Σκηνή. Μέρα. Εξωτερικό. Σε πολυσύχναστο πεζόδρομο (Ναυαρίνο).
Η Άρτεμη τρέχοντας αποφεύγει τελευταία στιγμή μια κοπέλα που κουβαλάει κάτι εύθραυστο αλλά μόλις την προσπερνάει σκοντάφτει και πέφτει.


VOICE OFF (συνέχεια)
Άρτεμης
(ειρωνικά)
«αυτόν τον καιρό έχω δουλειά... δεν μπορώ», και εγώ τι θα κάνω ρε; θα περάσω μια ζωή να σε περιμένω;



28.  Σκηνή. Μέρα. Εξωτερικό. Στο Luna Park.
 Η Άρτεμη με τον Βασίλη στο τραινάκι, στα συγκρουόμενα, στην μπαλαρίνα.

VOICE OFF (συνέχεια)
Άρτεμης
Ποιος νομίζεις ότι είσαι; ή μήπως νομίζεις ότι η γη γυρνάει γύρω από σένα;
«Μη με αφήσεις σε παρακαλώ γιατί δεν ξέρω τι θα κάνω, μπορεί να κάνω καμιά τρέλα».
Μα αν νομίζεις ότι θα με τουμπάρεις με τα κολοψυχολογικά σου  πάλι λάθος κάνεις γιατί σου είπα:





29.  Σκηνή. Μέρα. Εξωτερικό. Στο στενό δρομάκι (Αγ. Παύλος).
Η Άρτεμη περνάει μπροστά από ένα τοίχο με το σύνθημα: ¨όνειρα γλυκά του κουταλιού¨ ενώ στο απέναντι πεζοδρόμιο τρέχει η ίδια αντίθετα (σωσίας).

VOICE OFF (συνέχεια)
Άρτεμης
ΣΕ ΕΧΩ ΓΡΑΜΜΕΝΟ...ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΙΑΝΕΙ Η ΜΕΛΑΝΙ
και αν....
Ακούγεται πάλι ο πυροβολισμός.




30.  Σκηνή. Μέρα. Εσωτερικό. Στο studio (μουβιόλα).
Η Άρτεμη ανοίγει την κύρια είσοδο και κατεβαίνει γρήγορα τα σκαλοπάτια. Πάει στο δωμάτιο της μουβιόλας και βλέπει ότι μέσα δεν είναι κανείς. Ακούει έναν πυροβολισμό από το διπλανό δωμάτιο και πάει κάπως επιφυλακτικά.




31.  Σκηνή. Μέρα. Εσωτερικό. Στο studio (ήχος).
Ο Βασίλης περιτριγυρισμένος από συνεργάτες περιεργάζεται ένα όπλο που βρίσκεται σε ένα μαύρο φόντο μπροστά στην κάμερα και τα μικρόφωνα. Στο βάθος η Άρτεμη κοιτάει σαν χαμένη. Πάει στο δωμάτιο της μουβιόλας και βλέπει ότι το τηλέφωνο είναι ανοιχτό στην άκρη. Γυρνάει απότομα για να γυρίσει στο studio ήχου και ο Βασίλης είναι στο κατώφλι της πόρτας και της χαμογελάει ένοχα.

Βασίλης
Λοιπόν; Τι άλλο σου είπε η Ελενίτσα για μένα;                                                                     

ΤΙΤΛΟΙ ΤΕΛΟΥΣ

 
Να. Σαν να βλέπω τα ίδια έκπληκτα μάτια ξανά να με κοιτούν απεγνωσμένα ζητώντας βοήθεια.
Μην αλλάξετε έκφραση. Πηγαίνετε στον καθρέφτη και θα καταλάβετε πιο ακριβώς ήταν το ύφος αυτών των άγιων παιδιών που είχα επιλέξει για συνεργάτες μου (ή υποψήφια θύματα;).
Ο Δημήτρης όταν τελείωσε την ανάγνωση (πρώτη φορά το διαβάζανε ολόκληρο), είπε ότι έχει πολύ δουλειά για να γίνει.
Ο Λουκάς δεν είπε τίποτα, ξεροκατάπιε.
Οι μεγάλοι άντρες όμως της ιστορίας σε κάτι τέτοιες στιγμές έχουν δείξει την αξία, το ¨βάρος¨ τους.
Τελικά είπαν ΟΚ.
Μέχρι τότε όμως έλειπε ο τίτλος που ήθελα να είναι το ίδιο σουρεάλ με την ιστορία. Διαβάζαμε και ξαναδιαβάζαμε το scenario και αδυνατούσαμε να κάνουμε την οποιαδήποτε ενδιαφέρουσα πρόταση.
Ένα απόγευμα που καθόμασταν μέσα στην N΄ORASIS και φτιάχναμε λίστες ήρθε η τότε σύντροφος της ζωής μου Λία και έριξε την ιδέα της.
-Όνειρα γλυκά του κουταλιού.
-Θα είναι γραμμένο με σπρέι στον τοίχο.
-Εννοώ γιατί δεν την λες έτσι;
Και μείναμε ¨παγωτά¨.
Ήτανε μια από τις πολλές φορές που σκέφτηκα μήπως ήμουν καλύτερος ταξιτζής απ΄ ότι σκηνοθέτης.

Η συζήτηση για τα πρώτα σημεία προσοχής πρέπει να κράτησε κανένα τετράωρο. Ήταν η πρώτη φορά που κλήθηκα να δώσω εξηγήσεις για όλα αυτά που υπήρχαν μέσα στο scenario. Ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκα αντιμέτωπος με την ιστορία μου και τον τρόπο με τον οποίο την έλεγα. Ευτυχώς που αυτά τα δύο παιδιά ήταν φίλοι μου και ως εκ τούτου μου φέρθηκαν ευγενικά και με κατανόηση. Η καινούρια οπτική, η οπτική τους, με βοήθησε να δω πολλά από τα ευαίσθητα σημεία της ιστορίας και να τα επεξεργαστώ καλύτερα. Είδα τις ανησυχίες τους, τις αμφιβολίες τους και κατάλαβα που κάνει κοιλιά. Τους εξήγησα ότι σε αρκετά σημεία ο τρόπος με τον οποίο θα οπτικοποιηθεί η δράση έχει καθοριστική σημασία και άρχισα να τους μιλάω για την σκηνοθεσία.
Μετά από αυτήν την συνάντηση επιστρέφοντας αργά τη νύχτα στο σπίτι μου πέρασα από το σαντουιτσάδικο της γειτονιάς για την καθιερωμένη τελετή. Έδωσα στον κυρ Κώστα το scenario και τύλιξε μ΄ αυτό δύο πίτα γύρους χωρίς πατάτες, με extra κρεμμύδι και λίγη μουστάρδα.
Έτσι ήμουν σίγουρος ότι όλα θα πήγαιναν καλά.


Η επόμενη μέρα μας βρήκε σε ένα μπαράκι στην Σοφούλη να συζητάμε και πάλι. Το πρώτο βήμα που έπρεπε να γίνει ήταν να ξεκαθαρίσουμε σε τι θα γυριζόταν η ταινία. Για 35mm ούτε λόγος. Το S16mm δεν άντεξε πολύ. Εξετάστηκε ακόμη το απλό 16mm το S8 mm, το 8 mm και το video. Τελικά αποκλείσαμε την πιθανότητα του video και τις μικρές φόρμες και οδηγηθήκαμε και πάλι στο απλό 16mm.
Από όσο ξέραμε για μηχανές λήψης υπήρχε διαθέσιμη η μηχανή της N΄ORASIS, μια ΑRRIFLEX 16BL και η μηχανή της σχολής μας ίδια με της N΄ORASIS. Και οι δύο όμως είχαν κάποια μικροπροβλήματα. Υπήρχε ακόμα η λύση του ενοικίου από την Αθήνα με κόστος περίπου 100.000/ημέρα αλλά τα λεφτά μου δεν έφταναν ούτε για δύο μέρες γύρισμα!!
Ναι. Αλλά ούτε αυτό το ήξεραν.
Τα διαθέσιμα χρήματα που είχα εκείνη την στιγμή δεν ξεπερνούσαν τις 150.000. Ο Δημήτρης κάτι είχε καταλάβει αλλά τον παραπλάνησα λέγοντάς του αμέσως ότι η ταινία δεν θέλω να γίνει με εξοπλισμό από την Αθήνα και ότι πρέπει να εκμεταλλευτούμε με τον καλύτερο τρόπο οτιδήποτε υπάρχει διαθέσιμο στην Θεσσαλονίκη και ότι την διαφορά καλύτερα να την δώσω για την διατροφή των συνεργατών. Για να τον ¨τελειώσω¨ μάλιστα έβγαλα και του έδωσα 10.000 για τα πρώτα έξοδα (διευκρίνισα βέβαια ότι εκτός από μια τηλεκάρτα δεν θα έπρεπε να αγοράσει τίποτα άλλο αν δεν συνεννοηθούμε πρώτα.).
Είχα κερδίσει τις εντυπώσεις. Κάθε αμφιβολία εξαφανίστηκε μονομιάς και την θέση της κατέλαβε ένας ακράτητος ενθουσιασμός που εκφράστηκε με υποσχέσεις για αιώνια πίστη.
Τώρα μιλούσε το χρήμα.
Δεν ξέρω πραγματικά αν αυτό που είχα κάνει τότε ήταν κακό, απάτη, ή οτιδήποτε άλλο. Είχα όμως καλές προθέσεις. Ήθελα να παραταθεί πάση θυσία αυτή η καλή συνεργασία που είχαμε τον καιρό της εκπομπής και να συνεχίσουμε το ίδιο δημιουργικά και περισσότερο ίσως, με κάτι που θα ήταν πιο ¨δικό μας¨, κάτι που θα ένωνε όλο το δυναμικό της Θεσσαλονίκης δείχνοντας με τον καλύτερο τρόπο, κατ΄ αρχήν στους εαυτούς μας, ότι μπορούμε καλύτερα.
Αργότερα πάντως το ξανάκανα.
Το θέμα με την μηχανή λήψης, παρόλο ότι φαινόταν σοβαρό, ξεπεράστηκε γρήγορα. Αποφασίσαμε να πάρουμε και τις δύο και σε περίπτωση που συνέβαινε τίποτα με την μια, να συνεχίζαμε με την άλλη. Βεβαίως υπήρχε πάντα το ενδεχόμενο να έχουμε και με την άλλη πρόβλημα αλλά σ΄ αυτή τη ζωή άμα δεν ρισκάρεις δεν κερδίζεις.

Μετά, από ένα πρόχειρο ντε-κουπάζ βγάλαμε ότι θα χρειαζόμασταν τέτοιο εξοπλισμό και για τόσες μέρες που θα ήταν σαν να γυρίζαμε μεγάλου μήκους.
Το ¨πράμα¨ είχε βαρύνει πολύ.
Εξωτερικά 18 (στην Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη περιοχή της).
Εσωτερικά 8 (τελείως διαφορετικά μεταξύ τους).
Ειδικές κατασκευές σκηνικών: tunnel για καλώδια, νυχτερινός ουρανός με γη.
Ειδικές κατασκευές στήριξης μηχανής: εναέριο traveling, traveling στο tunnel, στο τρενάκι του Luna park.
Ταινία μέσα σε ταινία.
Σωσίας πρωταγωνίστριας.
Κλπ, κλπ.
Το κακό σ΄  αυτήν την ιστορία είναι ότι καλά, ζητάς να σου δώσουν ¨κούτρα¨ τα φώτα για μια – δυο μέρες, αλλά για ένα μήνα; Και καλά τα φώτα. Τα τριπόδια, τον γερανό, το traveling; Που εξ΄ αιτίας του ότι στην Θεσσαλονίκη είναι και λίγοι αυτοί που τα έχουν, χρησιμοποιούνται συχνά.
Τελικά να την κάνουμε την ταινία ή να κάτσουμε στα αυγά μας να ξεχειμωνιάσουμε και αν έλθει καλή ώρα το καλοκαίρι βλέπουμε; Γιατί ήταν και καλοκαιρινή η ιστορία μαζί με όλα τα άλλα και μπορεί να είχαμε πρόβλημα με τον καιρό.
Αποφασίσαμε να την ¨πάμε¨, αλλά πως;
Επειδή ήμασταν στο έλεος της διαθεσιμότητας του εξοπλισμού η ταινία ξανασχεδιάστηκε έτσι ώστε να κάνουμε γυρίσματα ανάλογα με το τι θα έχουμε κάθε φορά. Αν δηλαδή, ο γερανός ήταν ελεύθερος για την επόμενη μέρα, το πρωί θα τραβούσαμε την ή τις ανάλογες σκηνές, το βράδυ εσωτερικά κλπ.
Εδώ βρεθήκαμε αντιμέτωποι με ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα.
Θα έπρεπε, για να λειτουργήσει αυτό το σχέδιο, όλος ο κόσμος, χωρίς καμιά εξαίρεση, να είναι σε ετοιμότητα κάθε μέρα όλη μέρα.
Πως όμως μπορείς να δεσμεύσεις όλο αυτόν τον κόσμο για τόσο καιρό;
Και έτσι πιάσαμε το θέμα του κόσμου.
Βγάλαμε τέσσερις βασικούς και δέκα συμπληρωματικούς ρόλους ενώ πίσω από την κάμερα προέκυψαν δεκαεφτά άτομα, σύνολο: τριάντα ένα. Τριάντα ένα άτομα θα έπρεπε κάθε μέρα να είναι στην διάθεσή μας για να καλύψουν πιθανές αλλαγές στο πρόγραμμα.
Δύσκολο, πολύ δύσκολο.
Αλλά όχι αδύνατο.
Αποφασίσαμε να προχωρήσουμε ερευνώντας για τους συνεργάτες αυτούς κάνοντας παράλληλα ρεπεράζ για τους χώρους των γυρισμάτων. Εγώ και ο Λουκάς πήραμε σβάρνα με τη βέσπα τις ¨φτωχογειτονιές¨ με την φωτογραφική υπό μάλης και τραβήξαμε καμιά δεκαριά τριανταεξάρια με πιθανά σημεία για γυρίσματα. Πάρκα, πλατείες, δρομάκια, λεωφόρους, σπίτια μέσα, σπίτια έξω, εργαστήρια, εισόδους από οικοδομές, εκείνη την ωραία ξανθιά στον δρόμο, γενικά ότι μπορούσε να μας φανεί χρήσιμο.

Να μερικά από τα ¨ψάρια¨ που πιάσαμε.



Άνω Πόλη

Άνω Πόλη

Άνω Πόλη

Άνω Πόλη

Βούλγαρη

Δάσος Αρετσού
Δάσος Αρετσού

Δάσος Αρετσού


Studio ΠΑΡΑΛΛΑΞΗ (control room Προικόπουλου)


Studio ΠΑΡΑΛΛΑΞΗ (sound booth Προικόπουλου)



Café Cappuccino

Λαδάδικα

Κρήνη (προβλήτα)

Studio ΠΑΡΑΛΛΑΞΗ (μουβιόλα 16mm)


Αριστοτέλους cine Ολύμπιον


Studio ΠΑΡΑΛΛΑΞΗ (είσοδος)

Πάρκο Φωκά

Πάρκο Φωκά

Σπίτι Αμοιρόπουλου (δωμάτιο Άρτεμης)



Ο Δημήτρης είχε επιφορτιστεί με την ευθύνη της πρότασης για τους υπόλοιπους συνεργάτες φτιάχνοντας λίστα. Τότε ήταν που μπήκε στην ομάδα η Μαρία Παυλίδου απογειώνοντας τον ρυθμό προετοιμασίας. Η Μαρία είχε σπουδάσει μαζί μας αλλά δεν είχε την παραμικρή εμπειρία αφού εργαζόταν σε ζαχαροπλαστείο και ο ελεύθερος χρόνος της ήταν ελάχιστος.
Ακόμη και σε αυτόν τον λίγο χρόνο που είχε στη διάθεσή της όμως έκανε θαύματα. Γρήγορα ο Δημήτρης και η Μαρία έγιναν ένα δυνατό δίδυμο που δεν κώλωνε μπροστά σε οποιοδήποτε πρόβλημα.  
Φτιάξανε λοιπόν μια τεράστια λίστα με ανθρώπους που ξέραμε και δεν ξέραμε και αρχίσαμε να συζητάμε για τον κάθε έναν από αυτούς. Αυτούς που τελικά καταλήξαμε τους  προσεγγίσανε κατ΄ αρχήν τηλεφωνικά και κλείσανε ραντεβού για την επόμενη στα γραφεία της N΄ORASIS όπου θα τους μιλούσα για το τι πάμε να κάνουμε.
Το απόγευμα της 26/1/1999 βρέθηκα αντιμέτωπος με το ίδιο πρόβλημα που είχα όταν εξηγούσα την ταινία στον Λουκά και τον Δημήτρη αλλά επί δεκαεννιά. Τόσοι είχανε έρθει για το πρώτο meeting και έπρεπε να τους πείσω ότι πρόκειται για το πιο σημαντικό πράγμα της ζωής τους. Ότι άξιζε να παρατήσουν οτιδήποτε θα κάνανε μέχρι την στιγμή που θα τους ανακοινώναμε ότι ξεκινάμε. Ότι από την στιγμή που θα ξεκινούσαμε δεν θα πληρωνόντουσαν, δεν θα κοιμόντουσαν πολύ, δεν θα τρώγανε πολύ, αλλά  θα κουραζόντουσαν πολύ, θα κρυώνανε πολύ και μπορεί να βάζανε και καμιά φορά το χέρι στην τσέπη (αλλά αυτό δεν έπρεπε να το ξέρουνε).
Η συνάντηση εξελίχθηκε τέλεια. Ο Δημήτρης έκανε τις απαραίτητες συστάσεις και άρχισα να μιλάω. Και δεν σταματούσα. Τους είπα όλη την αλήθεια για το τι πάμε να κάνουμε και μάλιστα σε κάποια στιγμή ένιωσα ότι τους τρόμαζα κιόλας. Δύο ώρες κράτησε η συζήτηση και όταν στο τέλος τους ζήτησα να απαντήσουν άμεσα για το αν είναι ¨μέσα¨ δεν πίστευα στα μάτια και τα αφτιά μου. Ήταν από τις πιο όμορφες στιγμές. Να βλέπεις όλο αυτόν τον κόσμο να ενθουσιάζεται με την ιδέα σου και να είναι έτοιμος για όσα περιέγραψα πιο πάνω και ακόμα περισσότερα. Εκείνο το απόγευμα δημιουργήθηκε μια από τις καλύτερες ομάδες που ξέρω μέχρι σήμερα.
Εκείνο το απόγευμα πίστεψα ότι η ταινία θα γίνει.
Δυστυχώς μερικοί από αυτούς δεν μου μιλάνε πια.

Την επόμενη το πρωί πήγα στην τράπεζα και έκανα αίτηση για πιστωτική κάρτα. Έτσι έλυσα πρόσκαιρα το οικονομικό πρόβλημα που παρουσιάστηκε. Αργότερα την ίδια μέρα λύθηκε και το επικοινωνιακό πρόβλημα με την αγορά ενός ERICKSON mobile telephone.

Το επόμενο σοβαρό θέμα ήταν των ηθοποιών. Η αναζήτηση μέσα από γνωστούς και φίλους δεν ήταν κακή σαν ιδέα (άλλωστε για τον γυναικείο ρόλο κάτι είχα στο μυαλό μου) αλλά ήθελα να δω τι υπάρχει γενικότερα στην πόλη. Το πρόβλημα ήταν με τον ρόλο της Άρτεμης που είχε ανάγκη από σωσία, άρα την ψάχναμε διπλή.
Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα η οντισιόν οργανώθηκε άψογα από τη Μαρία. Ενημερώθηκαν οι δραματικές σχολές και κάθε θεατρικό εργαστήριο της πόλης και για να μην μας ξεφύγει κανείς μπήκε και αγγελία στην εφημερίδα.


Για Αγγελιοφόρο:

Ζητούνται ηθοποιοί για ταινία μικρού μήκους.
Άνδρες: περίπου 25-40 χρονών.
Γυναίκες περίπου 20-25 χρονών.
Τηλ: 0932633126 ή 859-136   Δημήτρης Αυγέρος.


Για σχολές κλπ:

Για ταινία μικρού μήκους ζητούνται ηθοποιοί.
Άνδρες:    περίπου 25-40 χρόνων.
Γυναίκες: περίπου 20-25 χρόνων.
Η ταινία θα έχει συνολική διάρκεια περίπου 10΄ και προορίζεται, κατ΄ αρχήν, για το φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας.  Οι ανάγκες είναι τόσο για βασικούς όσο και για δευτερεύοντες ρόλους και η επιλογή θα γίνει μετά από ακρόαση πάνω σε συγκεκριμένες σκηνές του έργου.
Για πληροφορίες μπορείτε να απευθυνθείτε
στο τηλ: 0932-633126  ή 859-136   Δημήτρης Αυγέρος.


Σε λίγες μέρες είχαμε στη διάθεσή μας και την αίθουσα της σχολής για να γνωρίσουμε από κοντά τους διαθέσιμους ηθοποιούς της πόλης.
Το σκεπτικό ήταν να έρθουν προετοιμασμένοι οπότε και μοιράστηκε ένα εισαγωγικό για να μελετήσουν.


ΟΝΕΙΡΑ ΓΛΥΚΑ ΤΟΥ ΚΟΥΤΑΛΙΟΥ
Ταινία μικρού μήκους του Μάνου Παπαδάκη

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΣΕΝΑΡΙΟΥ

Η Άρτεμη επιτίθεται από το  τηλέφωνο στο Βασίλη λέγοντάς του ότι δεν μπορεί να συνεχίσει τη σχέση τους παρ΄όλο ότι εκείνος της έχει εκμυστηρευτεί παλιότερα πως έχει ψυχολογικά προβλήματα και μπορεί να φτάσει ακόμη και μέχρι την αυτοκτονία σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ακριβώς τη στιγμή που έχει κορυφωθεί η ένταση, προσβάλλοντάς τον μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο, ακούγεται ένας πυροβολισμός. Η Α πετάει κάτω το τηλέφωνο και τρέχει στο σπίτι του. Παράλληλα περνάνε από μπροστά της, σαν να είναι θεατής, κάποιες στιγμές της ίδιας με τον Βασίλη από τότε που ήταν ευτυχισμένοι ενώ ακούμε πως εξελίχθηκε το τηλεφώνημα από την αρχή του. Όταν φτάνει στο σπίτι του βρίσκει ένα σημείωμα ότι είναι στο studio. Εκεί τον βρίσκει στη μέση ενός κινηματογραφικού  συνεργείου την ώρα που τραβάνε πλάνο με  ένα όπλο που εκπυρσοκροτεί και πρόκειται να χρησιμοποιηθεί στην ταινία που ετοιμάζουν. Το τηλέφωνο στην μουβιόλα είναι αφημένο στην άκρη ανοιχτό. Λίγο πιο πέρα  εκείνος της χαμογελάει με ένοχο ύφος.


Η Άρτεμη
22 χρονών, 1.72μ, 55 κιλά,. Φοράει τζιν παντελόνι με χοντρόσολα παπούτσια και ένα στενό άσπρο φανελάκι. Εργάζεται σαν πωλήτρια σε κατάστημα ρούχων και ζει με τους γονείς της. Πίστευε πολύ στον Βασίλη αλλά η εμπιστοσύνη της κλονίστηκε δυνατά εξ΄αιτίας όσων της είπε σήμερα το πρωί μια φίλη της. Είναι παρορμητικός τύπος και νευριάζει εύκολα. Το αγόρι της δεν θέλει να το μοιράζεται με τίποτα.

Ο Βασίλης
35 χρονών, 1.85μ, 85 κιλά. Φοράει φαρδύ μπλε παντελόνι και χακί γιλέκο εξερευνητή με αθλητικά παπούτσια. Είναι όμορφος και τραβάει τις γυναίκες. Γενικά δεν τις δίνει και πολύ σημασία αλλά περνάει καλά μαζί τους. Μπορεί υπό τις απαιτούμενες συνθήκες να τις λέει ψέματα προκειμένου να κάνει τη δουλειά του ενώ απεχθάνεται τη γκρίνια τους. Παλιότερα άλλαζε συχνά γυναίκα και έπαιζε στο καζίνο χάνοντας μεγάλα ποσά. Τελευταία όμως έκοψε τον τζόγο και στρώθηκε στην δουλειά προκειμένου να μαζέψει χρήματα για να κάνει την ταινία του.

Η σχέση τους
Η Άρτεμης και ο Βασίλης είναι μαζί δύο χρόνια. Δεν μένουν μαζί αλλά έχουν συζητήσει αρκετές φορές να νοικιάσουν ένα μικρό διαμέρισμα.
Τελευταία, επειδή ο Βασίλης δουλεύει πολύ, η Άρτεμη νιώθει απομονωμένη και υπάρχει ένας γενικός εκνευρισμός.



Για το ρόλο της Άρτεμης και του Βασίλη (1).
1) Η Άρτεμη μιλάει με τον Βασίλη στο τηλέφωνο.
Α: Ναι;
Β: Έλα γειά, τι γίνεται;
Α: Τι γίνεται; Που είσαι;
Β: Τι έγινε νευράκια έχουμε;
Α: Νευράκια; Έλα  λέγε τι θες;
Β: Που ήσουν; έπαιρνα όλο το πρωί.
Α: Άσε που ήμουν και πες τι θέλεις....Έλα πες τι θέλεις;
Β: ...Τι έχεις;
Α: Πες τι θέλεις καλύτερα γιατί δεν σε συμφέρει να σου πω τώρα τι έχω. Έχω τα νεύρα μου.
Β: Και φταίω εγώ;
Α: Ποιος φταίει, εγώ;
Β: Λίγο μπερδεμένα μου τα λες ‘’σουτζουκάκι’’ μου.
Α: Σουτζουκάκι μου; Δεν αφήνεις τις μαλακίες λέω γω;

Για το ρόλο της Άρτεμης (2)
Στην σκηνή αυτή η Άρτεμης έχει φτάσει στο ανώτερο σημείο έντασης.
Α: Ποιος νομίζεις ότι είσαι; ή μήπως νομίζεις ότι η γη γυρνάει γύρω από σένα;
Κοροϊδευτικά.
‘’Μη με αφήσεις σε παρακαλώ γιατί δεν ξέρω τι θα κάνω, μπορεί να κάνω καμιά τρέλα’’.
Μα αν νομίζεις ότι θα με τουμπάρεις με τα κολοψυχολογικά σου  πάλι λάθος κάνεις γιατί σου είπα:
Σ’  ΕΧΩ ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΙΑΝΕΙ Η ΜΕΛΑΝΗ.


Για τον ρόλο του Βασίλη (2).
Ο Βασίλης κοιτάει την Άρτεμη με ένοχο ύφος ( χωρίς λόγια).




Την ίδια στιγμή ο Δημήτρης έψαχνε τρόπους να καλύψει τις υπόλοιπες ανάγκες της παραγωγής.
Έψαχνε δηλαδή για όλα και μάλιστα τζάμπα.
Του είχα αφήσει ελάχιστα περιθώρια για να ξοδέψει χρήματα από τις δέκα χιλιάδες που του είχα δώσει αρχικά. Ακόμη και τις εκατοντάδες φωτοτυπίες που χρειαζόμασταν είχε βρει τρόπο να τις κάνει χωρίς κόστος. Αυτό ήταν βέβαια ένα από τα σοβαρά προβλήματα που είχε να λύσει. Το πιο σοβαρό όμως απ΄ όλα ήταν του χρόνου. Ο Δημήτρης με την Μαρία είχανε στη διάθεσή τους μόλις εικοσιπέντε μέρες για να είναι όλα έτοιμα μέσα στον Φλεβάρη που είχαμε προγραμματίσει να γίνουν τα γυρίσματα γιατί ο λαός λέει ¨ο Φλεβάρης και αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει¨ και εγώ τον λαό τον πιστεύω.
Έπρεπε δηλαδή να έχει κλείσει το θέμα της διανομής ρόλων, να έχουμε κλείσει τον standard εξοπλισμό και να τον έχουμε δοκιμάσει, να έχουνε κλείσει οι χώροι που θα γινόντουσαν τα γυρίσματα μεταξύ των οποίων κάποιοι θέλανε άδειες (Λευκός Πύργος,) και κάποιοι μπλέκανε την αστυνομία (παραλιακή λεωφόρος Μ. Αλεξάνδρου), να έχει κλείσει το catering, τα σκηνογραφικά, τα ενδυματολογικά, τα υλικά του μακιγιάζ, κλπ, κλπ.


Εγώ εκείνες τις μέρες έσπαγα το κεφάλι μου για να λύσω το πρόβλημα του συγχρονισμού που προέκυπτε με την σχεδόν αναγκαστική λύση ενός μοντέλου μηχανής λήψης που στερείται ολοκληρωτικά τέτοιας δυνατότητας. Η αδυναμία της μηχανής αυτής να κρατήσει σταθερή την εγγραφή της στα 24 καρέ μου δημιουργούσε φοβερό πονοκέφαλο. Με όσους είχα μιλήσει για την πιθανότητα να την ντουμπλάρω με είχαν απογοητεύσει. Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί τρόπος να ¨κλειδώσει¨ η μηχανή πάση θυσία. Είχα πάρει τη μηχανή στο σπίτι και έκανα άπειρες δοκιμές με σταθεροποιημένες τάσεις και άλλες πατέντες, μερικές από τις οποίες αρκετά επικίνδυνες για την ασφάλειά της, χωρίς αποτέλεσμα. Μετά άρχισα να ψάχνω την πιθανότητα να βρω άλλο μοτέρ αλλά επίσης δεν κατέληξα σε μια λύση οικονομικά εφικτή.
Στο τέλος σκέφτηκα τη λύση να το ¨κλέψουμε¨.
Αυτή η λέξη που χαρακτηρίζει, κατά την γνώμη μου, τον κινηματογράφο από την γέννησή του ήρθε τότε, δεν ξέρω από πού, και κατοίκησε μόνιμα στους ανώτερους ορόφους του εγκεφάλου μου. Ή μάλλον έκανε κατάληψη. Έκτοτε έχει γίνει ο καλύτερος γείτονας. Κάθε τόσο έρχεται να με επισκεφθεί και να δώσει την πιο ¨καθαρή¨ και αποτελεσματική λύση.
Όταν με ξαναείδαν τα παιδιά και με ρώτησαν τι έγινε, τους απάντησα απλά και με σιγουριά: «θα το κλέψουμε».
Στην πραγματικότητα εν μέσω πλήρους συγχύσεως είχα μπερδέψει το ρήμα ¨κλέβω¨ με το ρήμα ¨κόβω¨ και αντί να ¨κλέψω¨ τις σύγχρονες σκηνές τις ¨έκοψα¨, ή μάλλον τις πετσόκοψα.
  

Ευτυχώς δεν πείραξα τις σκηνές που είχαμε μοιράσει για την οντισιόν. Την επόμενη ημέρα παρέλασαν από την Παράλλαξη εικοσιέξη ηθοποιοί με ¨ειδικό¨ ενδιαφέρον να παίξουν στην ταινία. Ο Δημήτρης με την Μαρία είχανε στήσει την πρώτη αίθουσα για υποδοχή με αναψυκτικά, καφέ κλπ και όποιος περνούσε από τις ¨προϋποθέσεις¨ τον προωθούσαν στην δεύτερη όπου γινόταν η πρόβα – οντισιόν.
Φυσικά περνούσαν όλοι.
Ο Λουκάς είχε αναλάβει την βιντεοσκόπηση και φωτογράφηση των ενδιαφερόμενων και εγώ συζητούσα μαζί τους για να δω αν έχουν μελετήσει τους ήρωες και αν ενδιαφέρονταν να το κάνουν χωρίς λεφτά, με πολύ κούραση, κλπ.
Τα γνωστά δηλαδή.
Μετά, έπαιζαν το κομμάτι που τους είχαμε δώσει.
Η οντισιόν εξελίχθηκε εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Στο εισαγωγικό που είχε κυκλοφορήσει η Μαρία περιγραφόταν γενικά το προφίλ των ηρώων, της Άρτεμης και του Βασίλη, και ένα μέρος από το scenario που θεωρούσα αρκετά αντιπροσωπευτικό και λίγο ¨πονηρό¨.
Να λοιπόν ποιοι ήρθαν εκείνη την ημέρα στην οντισιόν.


ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ ΖΩΗ


ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ ΜΕΛΙΝΑ


ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ


ΒΕΛΕΝΤΗ ΘΕΜΗΣ


ΔΙΓΚΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ


ΚΑΣΑΠΙΔΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ


ΚΟΚΑΛΑ ΤΑΣΗ


ΚΟΤΑΝΙΤΗΣ ΘΟΔΩΡΟΣ


ΛΑΗΝΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ


ΛΕΟΝΤΑΡΙΔΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ


ΜΟΥΡΣΕΛΑ ΜΑΡΙΑ


ΜΠΑΝΤΗΣ ΦΙΛΛΙΠΟΣ


ΜΠΟΥΣΜΠΑΣ ΑΡΗΣ


ΠΑΛΙΚΙΣΙΑΝΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ


ΡΕΒΗ ΧΡΥΣΑ


ΣΥΡΙΑΝΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ


ΣΟΥΓΑΡΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ


ΣΠΥΡΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ


ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ


ΤΡΙΧΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗ


ΤΣΑΜΠΜΑΝΗ ΜΕΛΙΝΑ


ΤΣΕΛΕΠΙΔΟΥ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ


ΧΑΜΟΥΤΖΙΑΔΗΣ ΜΑΚΗΣ


ΧΑΡΑΤΖΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ


ΧΑΒΟΥΖΑ ΙΩΑΝΝΑ


ΧΡΗΣΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΣ


Εκτός από μια – δυο περιπτώσεις μπορώ να πω ότι οι υπόλοιποι είχαν έρθει προετοιμασμένοι. Η έλλειψη όμως ανάλογης εμπειρίας τους στρέσαρε με αρνητικά αποτελέσματα.
Ήρθαν, λοιπόν, δεκατρείς άνδρες και δεκατρείς γυναίκες αλλά καμιά δεν έμοιαζε, έστω και στο ελάχιστο, με άλλη. Αυτό ήταν χοντρό πρόβλημα μια και υπήρχε το θέμα της σωσίας.
Είχα λοιπόν δύο λύσεις.
Η μια ήταν να κόψω τις ανάλογες σκηνές και η άλλη να ψάχναμε το ¨αντίγραφο¨ αφού διαλέγαμε πρωταγωνίστρια. Η πρώτη λύση αποκλείσθηκε μόλις την σκέφτηκα (πάλι θα έκοβα;). Έτσι διάλεξα την δεύτερη που ήταν όμως και η πιο δύσκολη απ΄ όπου και αν το βλέπαμε. Υπήρχαν τρεις σκηνές στις οποίες παίζανε μαζί και ήταν πολύ σημαντικό να είναι ολόιδιες τουλάχιστον από πίσω.
Αποφάσισα να αφήσω το αλάθητο ένστικτό μου να με οδηγήσει στην επιλογή της ηρωίδας και κατέληξα στην Γεωργία (Γωγώ) Αθανασιάδου με την σύμφωνη γνώμη του Λουκά. Η αλήθεια είναι ότι είχαμε ενθουσιαστεί τόσο πολύ με την πιτσιρίκα που αρχίσαμε τους ινδιάνικους χορούς μόλις βγήκε από την αίθουσα.
Ουσιαστικά είχαμε αποφασίσει εκείνη την στιγμή.
Είχαμε βρει την τέλεια Άρτεμης. Είχε την γλύκα και το νεύρο που χρειαζόταν ο ρόλος και μπορούσε να είναι ερωτική γατούλα και στρίγκλα σε χρόνο μηδέν. Ακόμη, είχε μια μικρή εμπειρία από προηγούμενη ταινία και ήθελε οπωσδήποτε να κάνει και αυτήν.
Δεν είχαμε την παραμικρή ιδέα για το τι μας περίμενε.
Το ένστικτό μου μου την είχε ¨στήσει¨ για τα καλά (το κομμάτι με την Γωγώ έχει το sex που σας έλεγα στην αρχή).
Ο άνδρας (Βασίλης της ιστορίας), ήταν πιο εύκολη υπόθεση. Από την στιγμή που καταλήξαμε στην Γωγώ και επειδή το κομμάτι του δεν ήταν τόσο μεγάλο, το είδαμε περισσότερο φυσιογνωμικά και καταλήξαμε στον Χρήστο Σουγάρη που είχε και περισσότερη εμπειρία από τους άλλους. Είχε όμως μερικά προβληματάκια. Επειδή ήταν στο Κ.Θ.Β.Ε δεν του επέτρεπαν να δουλεύει αλλού, δεν είχε χρόνο για πρόβες και δεν ήξερε να οδηγάει τίποτα, πόσο μάλλον 2CV.
Αυτά, βέβαια, δεν ήταν τίποτα μπροστά στα προβλήματα που θα προέκυπταν με την Γωγώ αλλά τότε δεν το ήξερα. 

Με το τέλος της οντισιόν η ομάδα είχε πάρει φωτιά.
Πολύ γρήγορα λύθηκαν και τα προβλήματα με τον εξοπλισμό αφού η ICON και η N΄ORASIS αποφάσισαν να μας παραχωρήσουν οτιδήποτε χρειαζόμασταν. Η συμφωνία ήταν να είναι ο εξοπλισμός στα χέρια μας και να τους τον πηγαίναμε αμέσως μόλις τον χρειαζόντουσαν. Το σπίτι του Λουκά μετετράπη σε αποθήκη όπου μπορούσε να βρει κανείς δυο κινηματογραφικές μηχανές ARIFLEX ….. , δύο σετ από φακούς, φίλτρα, έναν μικρό γερανό, κάθε είδους φώτα όπως ΗΜΙ, QUARTZ, τριπόδια, μπαλαντέζες, είχε έρθει και το φιλμ οπότε είχαμε γεμίσει και το ψυγείο του, είχαμε ακόμη ειδικές κατασκευές, ζελατίνες, τέλος πάντων είχαμε τα πάντα.

Εκείνες τις ημέρες οριστικοποιήθηκε και η ομάδα που θα βοηθούσε.
Η τελική σύνθεση είχε ως εξής:
Διεύθυνση και εκτέλεση παραγωγής αναλάμβανε ο Δημήτρης Αυγέρος με την Μαρία Παυλίδου.
Για βοηθούς είχανε τον Δημήτρη Ζορμπά και τον Νίκο Τσουτσούλη.
Βοηθός μου θα ήταν ο Θανάσης (Έτζο) Καρανάσιος.
Βοηθός του Λουκά θα ήταν ο Πέτρος Νικόλτσος.
Σκηνογράφος, ενδυματολόγος είχε αναλάβει η Χριστίνα Λάμπου.
Μακιγιάζ η Ζωή Παγωνάκη.
Επειδή το σκριπτ είχε πολύ δουλειά το μοιράστηκαν η Μάνια Πασαγιαννίδου και η Ελένη Σδούκου.
Στα μακινιστικά επίσης είχε πολύ δουλειά και το πήραν από μισό οι Νίκος Ζάβρας και ο Κώστας Μενελάου.
Φωτογράφος πλατό είχε αναλάβει η Έλσα Παυλίδου που μας σύστησε ο υπεύθυνος της σχολής φωτογραφίας Σταυρούπολης και φίλος Πέτρος Μήτκας που θα έπαιζε και στην ταινία (τότε δεν το ξέραμε).
Μαζευτήκαμε λοιπόν δεκαπέντε άτομα και αποφασίσαμε να βάλουμε τα δυνατά μας για να προλάβουμε το χρονοδιάγραμμα λήψεων.

Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς αλλά πρέπει να ήταν δυο μέρες μετά που είδα ένα παράξενο όνειρο. Ήμουνα λέει, μέσα σε ένα παλιό, μισογκρεμισμένο σπίτι, με τεράστιες ψηλές κολόνες και τοξωτά ταβάνια με μικρά ανοίγματα για παράθυρα που έμπαινε το φως σε δέσμες και έτρεχα. Έτρεχα σαν τρελός να ξεφύγω από ένα τσούρμο ανθρώπων που με κυνηγούσαν. Προσπαθούσα να κρυφτώ πίσω από τα χαλάσματα αλλά πάντα τους συναντούσα μπροστά μου και έτρεχα πάλι. Μετά βρέθηκα δίπλα σε ένα μεγάλο κορμό, ένα τεράστιο δένδρο που δεν φαινόταν τα κλαδιά του από το ύψος. Όλος αυτός ο κόσμος που με κυνηγούσε εμφανίσθηκε πάλι και πέρασε από δίπλα μου χωρίς να με κοιτάξει καν.

Επειδή μου αρέσει να ξυπνάω το πρωί, να παίρνω το καφεδάκι μου και να επανεκτιμώ την προηγούμενη μέρα για να σχεδιάζω την τρέχουσα, έτσι και τότε πήρα στα χέρια μου το ημερολόγιο και διάβασα: να βρω τρόπο να βάλω κόσμο στην ιστορία. Ήταν μια έντονη σημείωση που είχα κάνει την προηγούμενη και θυμήθηκα ότι πράγματι από όλα αυτά τα παιδιά που πέρασαν από την οντισιόν μερικά θα μπορούσαν να κάνουν τουλάχιστον ένα πέρασμα.
Αργότερα, γράφοντας το όνειρο στο ημερολόγιο μου ήρθε η ιδέα να μπούνε σε κάποιες από τις υπάρχουσες σκηνές κυνηγώντας την Άρτεμη όπως ακριβώς στο όνειρό μου, από το πουθενά και χωρίς λόγο.
Στον Λουκά άρεσε η ιδέα γιατί είναι το ίδιο τρελός (ίσως περισσότερο) με μένα. Στον Δημήτρη καθόλου γιατί μαζί με όλα τα άλλα θα είχε να κάνει με καμιά δεκαριά άτομα επιπλέον. Δεν άρεσε η ιδέα ούτε στην Ζωή (μακιγιάζ).
Τελικά όχι μόνο μπήκαν κάποιοι από την οντισιόν αλλά και αρκετοί φίλοι μας που θεώρησα καλό να τους βάλω μέσα στην ταινία με κάποιους τρόπους, έτσι για να τους έχουμε, το ίδιο και με τα παιδιά από το συνεργείο.

Εγώ από κει και πέρα έδωσα όλη μου την προσοχή στους ηθοποιούς και κάποια άλλα θέματα που θα έπρεπε να χειριστώ μόνος. Παραδείγματος χάριν υπήρχε το θέμα με την ταινία που μοντάρει ο Βασίλης στην ιστορία και δεν ήταν άλλη από του Αρσένη Πολυμενόπουλου αλλά ο ίδιος δεν το ήξερε.
Έπρεπε λοιπόν να το χειριστώ με πάρα πολύ προσοχή γιατί ποιος σου δίνει την ταινία του για να τη μακελέψεις; Έβαλα λοιπόν όλη μου την μαεστρία και τον πλησίασα όπως η γάτα το ποντίκι. Ακουμπούσα μαλακά το πέλμα μου στο έδαφος προσέχοντας που ακουμπάει η ουρά μου και μύριζα.
Και τότε, πριν του πω οτιδήποτε μου λέει:
-Άμα θες την ταινία μου πάρτην.
-…
-Έλα ρε, πάρτην και κάντην ότι θες.
Και τελείωσε το θέμα με την ταινία του Αρσένη πριν αρχίσει.

Με απαλλάξανε λοιπόν από οτιδήποτε άλλο και έπεσα με τα μούτρα στην Γωγώ που χρειαζόταν και την περισσότερη δουλειά.
Εδώ η ιστορία έχει το sex που σας έλεγα.
Την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε, μετά την οντισιόν, ήταν στο σπίτι της για να δούμε τι ρούχα είχε και μήπως μας έκανε τίποτα. Μαζί ήταν η Χριστίνα και ο Αυγέρος. Επειδή όμως ήταν μεσημέρι και εκείνες τις ώρες ο κόσμος τρώει και επειδή η μητέρα της Γωγώς είναι ευγενική έκανε το λάθος να μας προσφέρει να φάμε.
Και φάγαμε.
Τα φάγαμε όλα.
Είμαι σίγουρος ότι εδραιώσαμε για τα καλά την ιδέα των πεινασμένων καλλιτεχνών στο μυαλό της (που τέτοια πράματα στην εποχή της πα, πα, πα). Φύγαμε έχοντας βρει κάποια ρουχαλάκια αλλά δεν ήμουν ευχαριστημένος. Επειδή ο χρόνος που είχαμε για πρόβες ήταν λίγος της επεσήμανα ότι θα έπρεπε να ήταν ακριβής στα ραντεβού της (δούλευε σε ένα μπαράκι το βράδυ και ξυπνούσε αργά). Με διαβεβαίωσε ότι αν χρειαζόταν θα άφηνε και την δουλειά της, που έτσι και αλλιώς δεν της άρεζε.
Και το sex άρχισε.
Το ραντεβού ήταν την επόμενη το απόγευμα στην ICON.
Περίμενα μια ώρα και όταν αγανάκτησα και την πήρα τηλέφωνο μου είπε ότι μόλις είχε ξυπνήσει και θα ερχόταν. Πήγα και την πήρα εγώ για να μην αργήσει και στην πρόβα αποδείχθηκε ότι δεν είχε διαβάσει τίποτα από το scenario. Το πιάσαμε από την αρχή αλλά όταν φτάσαμε στην μέση έπρεπε να φύγει για την δουλειά. Επειδή μου είπε ότι την επόμενη είχε ρεπό δεν ανησύχησα ιδιαίτερα, δώσαμε καινούριο ραντεβού και έφαγα καινούριο στήσιμο. Αυτή τη φορά χειρότερο. Δεν απαντούσε καν στο τηλέφωνο. Ούτε στο σπίτι ούτε πουθενά. Ήταν άφαντη.
Έκανα την καρδιά μου πέτρα και ασχολήθηκα με τον Χρήστο. Για να μην τον εκθέσω στο ΚΘΒΕ μίλησα με την υπεύθυνή του και μου είπε ότι δεν θα υπήρχε πρόβλημα (άλλωστε ποιος δίνει σημασία σε μια μικρού μήκους). Τον πήρα λοιπόν την ίδια μέρα και πήγαμε σε μια αλάνα έξω από την Θεσσαλονίκη για να του μάθω οδήγηση. Όχι οδήγηση. Για να του μάθω να πιλοτάρει 2CV. Την ώρα που ¨κάρφωνε¨ τις ταχύτητες κάναμε και πρόβα τους διάλογους για το ύφος.
Κόλαση σου λέω.
Η Γωγώ βρέθηκε την επόμενη να κλαίει και να ζητάει συγνώμη. Εγώ την πίστεψα και έτσι κάναμε μερικές πρόβες μέχρι που με ξανάστησε.
Και με ξανάστησε.
Άγριο sex σου λέω. Την έπαιρνα και την παρακαλούσα να έρθει γρήγορα και αυτή χτυπούσε το κουδούνι δυο ώρες αργότερα με απίστευτο (όσο και θαυμαστό) θράσος και μου έλεγε ότι «κάτι μου έτυχε μωρέ αλλά δεν θα ξαναγίνει, μην ανησυχείς»! Την τρίτη φορά που δεν ήρθε με πήρε τηλέφωνο στις 23:30 (είχαμε ραντεβού στις 17:00) και με ρώτησε αν ήθελα να πάω στο μπαράκι να πιω ένα ποτό.
Τα μαθήματα εξελίσσονταν τέλεια.
Ο Χρήστος έμαθε να οδηγάει σε τρεις μέρες και εγώ ότι η Γωγώ με κοροϊδεύει σε τέσσερις.
Μετά από τις τελευταίες εξελίξεις ξαναγύρισα στην αρχική ιδέα που ήταν να παίξει τον ρόλο η φίλη και συνεργάτης Μελίνα Τσαμπάνη που είχε πάει και πολύ καλά στην οντισιόν. Το συζήτησα με τον Λουκά και τον Δημήτρη και βρήκαν αυτή τη λύση άριστη. Η χαρά της Μελίνας φάνηκε να ήταν μεγαλύτερη από την λύπη της ότι ήρθε δεύτερη. Αρχίσαμε αμέσως πρόβες και διαπίστωσα ότι της πήγαινε ¨κουτί¨ ο ρόλος. Αργότερα κατάλαβα ότι η Μελίνα εργάστηκε επαγγελματικά με όλη την έννοια της λέξης. Ήταν ακριβής στα ραντεβού της, με όρεξη για δουλειά, διαβασμένη και με καλές προτάσεις.
Τι άλλο να θέλει κανείς;
Μια σωσία;

Δύο χρόνια πριν είχα μοντάρει μια μικρού μήκους για έναν νεαρό που έκανε την πρώτη του ταινία. Είχε παίξει λοιπόν σ΄ αυτήν μια νεαρή κοπέλα, η Βιβή Μπαρτζόκα, το ρόλο του ξωτικού στο δάσος και έκτοτε κάναμε παρέα (πάντα μου άρεσαν τα ξωτικά). Ένα απόγευμα που τα λέγαμε για την ταινία, κοιτώντας την καλύτερα, είδα ότι με λίγες ¨επεμβάσεις¨ θα μπορούσαμε να έχουμε καλά αποτελέσματα.

Κάναμε ένα ραντεβού με τον Δημήτρη και εξετάσαμε την περίπτωση.
Αρχικά κοιτάξαμε την λύση με τις περούκες αλλά χρειαζόταν πολύς καιρός να ετοιμαστούν όπως τις ήθελα και δεν προλαβαίναμε με τίποτα. Η επόμενη λύση ήταν να βάλουμε ¨χέρι¨ στα μαλλιά και των δύο αλλά αντέδρασαν …. και οι δύο.
-Ρε Μάνο τα μαλλιά μου;
-Είναι τις μόδας.
-Κόκκινα;
-Και λίγο να τα πάρουμε.
-Μα… θα μου τονίσει την μύτη.
-Γι΄ αυτό το κάνουμε… έχεις ωραία μύτη.
Πέσαμε πάνω τους όλοι και τελικά πείστηκαν ότι μια αλλαγή αυτόν τον καιρό θα ήταν ότι πρέπει.
Αυτό που δεν ήθελαν όμως ήταν να γίνουν σαν ρωσίδες πουτάνες.
Και έγιναν.




Μελίνα

Βιβή


Έτσι λοιπόν λύθηκε το πρόβλημα με την σωσία της Άρτεμης.








Με όλα αυτά οι μέρες πέρασαν και φτάσαμε στο τέλος του Φλεβάρη.

Τα γυρίσματα σχεδιάστηκαν ξανά και το πρώτο τοποθετήθηκε την Πέμπτη 4/3/1999 και ώρα 10:00 με την σκηνή 21 και 24 όπου η Άρτεμης μπαίνει στην οικοδομή και φτάνει μέχρι την πόρτα του διαμερίσματός  του Βασίλη.
Όλοι ήταν εκεί από νωρίς.
Μαζί και το δριμύ ψύχος.


Η θερμοκρασία άγγιζε το μηδέν και το πρώτο πλάνο ήταν εξωτερικό με την Άρτεμη να μπαίνει τρέχοντας στην οικοδομή.

Ήτανε μαγικές στιγμές.




Με τα δάχτυλα κόκαλα, τις μύτες ανοιχτές και την καρδιά στην ¨κολοτσέπη¨ μην αρχίσουν τα μπουράζ, έριξα το ¨πάμε¨ και το πρώτο πλάνο τέλειωσε με μια άχαρη κίνηση της μηχανής, ένα πρόωρο cut και ένα δυνατό χειροκρότημα. Το τρίτο ήταν εντάξει.




Μετά μπήκαμε μέσα και γυρίσαμε το εσωτερικό της εισόδου. 






Μετά γυρίσαμε ¨το ασανσέρ¨, όπου η Μελίνα κάθε φορά που έμπαινε μέσα πατούσε τον Λουκά που ήταν από κάτω, στα χειρότερα σημεία.



  
 


Στο ασανσέρ με τον Λουκά από κάτω.







Μετά τον διάδρομο, που επειδή δεν χωρούσε το traveling κάναμε την κίνηση με την τροχήλατη καρέκλα του γραφείου, κλπ.



Πολύ καλά κρυμμένα φώτα. Μπράβο παιδιά.
Την πρώτη μέρα δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Έβλεπα στα μάτια των συνεργατών μου τέτοιο πάθος για να γίνει καλά η δουλειά, που με έκανε να νιώθω ασφάλεια και περηφάνια. Αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό της υπόθεσης. Να έχεις καλούς συνεργάτες. Γιατί ξέρεις, ανά πάσα στιγμή, ότι η δουλειά θα γίνει όσο καλύτερα γίνεται και δεν χρειάζεται να απασχολείσαι με δευτερεύοντα θέματα.
Γενικά φαινόταν ότι το είχαν πάρει σοβαρά το θέμα.
Η πρώτη μέρα κράτησε μέχρι αργά το απόγευμα. Σε αντίθεση με την φιλοσοφία που θέλει τα δύσκολα γυρίσματα να μπαίνουν μπροστά, εμείς βάλαμε κάτι σχετικά εύκολο για να γνωριστούμε και καλύτερα μεταξύ μας.
Στο διάλειμμα, κατά το μεσημεράκι, ο Δημήτρης που είχε συνεννοηθεί για το catering με τον ¨ΠΕΤΡΙΝΟ ΜΥΛΟ¨ έφερε τα σάντουιτς. Τη φροντίδα σ΄ αυτά τα θέματα είχε αναλάβει προσωπικά ο Νίκος Τσουτσούλης που μοίρασε σε όλο τον κόσμο από ένα με αναψυκτικό και καφέ. Σε μισή ώρα η ατμόσφαιρα ήταν χαρούμενη και χορτασμένη.


Την επόμενη μέρα το γύρισμα ήταν δύσκολο. Έπρεπε να τελειώσουμε από το σπίτι του Βασίλη όπου η Άρτεμη μπαίνει μέσα και τον πιάνει στο κρεβάτι με τον εαυτό της. Για σπίτι Βασίλη είχε επιλεγεί το σπίτι του αδελφού του Δημήτρη το οποίο είχε το εξής μεγάλο πλεονέκτημα. Ήθελε βάψιμο. Έτσι, οποιεσδήποτε καταστροφές θα κάναμε δεν θα φαινόντουσαν δίπλα στις άλλες.
Είχαμε να τραβήξουμε την 23 και 22.
Μεγάλη δυσκολία της σκηνής 23 ήταν ότι ο Βασίλης και η Άρτεμη είναι στο κρεβάτι και κάνουν παθιασμένα έρωτα. Για μένα η δυσκολία ήταν πώς να το δείξω χωρίς να είναι γυμνοί (δεν δεχόντουσαν με τίποτα) και για τους υπόλοιπους που να στήσουν τον εξοπλισμό αφού ο χώρος για το γερανάκι ήταν λίγος.
Μέχρι να ετοιμαστούν τα τεχνικά η Μελίνα με τον Χρήστο ήταν σε ένα δωμάτιο μόνοι τους και γνωριζόντουσαν προκειμένου να ¨σπάσει ο πάγος¨. Όταν τα παιδιά βγήκαν μου υποσχέθηκαν ότι θα πάνε όλα καλά.
Αλλά δεν πήγαν.
Δεν πήγαν γιατί εγώ δεν είχα βρει τρόπο να ξεπεράσω το πρόβλημα της ντροπής τους και ρίχνοντάς τους μια κουβέρτα από την μέση και κάτω, το γενικό πλάνο με την Άρτεμη (σωσίας) πλάτη και τον Βασίλη και την Άρτεμη στο κρεβάτι ολόκληρους στο βάθος έγινε χάλια.
Έκτοτε όλες οι ερωτικές σκηνές που λύνουν με τον ίδιο τρόπο το πρόβλημα μου προκαλούν γέλιο. Τα παιδιά βέβαια έπαιξαν πολύ καλά.
Κάτι ακόμη που δεν πήγε καλά, αλλά το κατάλαβα πολύ αργότερα, ήταν ότι το πλάνο με την αποκάλυψη της Άρτεμης κάτω από τον Βασίλη στο κρεβάτι ήταν πολύ κοντινό και στην τηλεόραση κόβεται το πρόσωπο της με αποτέλεσμα το εύρημα να μην λειτουργήσει. Δηλαδή, μπέρδεμα για τον θεατή (αργότερα θα ακολουθούσαν κι΄ άλλα).
Η 22 ήταν σχετικά εύκολη αλλά χρειάστηκε πολλές δοκιμές για να πεταχτεί σωστά το αίμα στον τοίχο. Είχαμε μόνο μια προσπάθεια στην διάθεσή μας γιατί όταν πηγαίναμε να καθαρίσουμε το αίμα, μετά από αποτυχημένη προσπάθεια, ο τοίχος γινόταν χειρότερα. Η Χριστίνα ανέλαβε την ευθύνη και τα κατάφερε τέλεια.
Τελειώσαμε την δεύτερη μέρα αργά το βράδυ. Μέχρι τώρα τα πράγματα είχαν πάει σχετικά καλά. Είχαμε ξοδέψει λίγο παραπάνω φιλμ από όσο είχα υπολογίσει αλλά η κατάσταση ήταν ελεγχόμενη. Η Μελίνα και ο Βασίλης είχαν γίνει φιλαράκια, ο εξοπλισμός θα ήταν και την επόμενη στα χέρια μας και τα παιδιά ήταν ενθουσιασμένα με τα υπέροχα σάντουιτς. 






Όταν ο Δημήτρης εργαζόταν φροντιστής για την εκπομπή ΚΟΜΦΟΥΖΙΟ είχε επισκεφτεί την ΧΑΝΘ στης οποίας το υπόγειο υπήρχαν κάποιες στοές, κάποιες σήραγγες μέσα στο χώμα που χρησιμοποιήθηκαν παλιότερα σαν καταφύγιο. Σ΄ αυτές μέσα τις στοές είχαμε γύρισμα την επόμενη. Είχαμε να κάνουμε την 2 όπου η κάμερα παρακολουθεί κάποια καλώδια μέχρι να φτάσει και να μπει στο σπίτι της Άρτεμης σηματοδοτώντας έτσι το θέμα της επικοινωνίας (που ήταν και το πρόβλημα). Το σετ ήταν μικρό. Δεν χρειαζόντουσαν ηθοποιοί αλλά και ούτε όλοι οι τεχνικοί. Πήγαμε κατά της 10:00 οχτώ άτομα, καθαρά πλυμένα και με όρεξη και βγήκαμε ξανά στο φως κατά της 17:00, βρώμικοι, κουρασμένοι και με διπλάσιο γυρισμένο φιλμ από ότι είχα υπολογίσει. Ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τραβήξαμε τόσα πλάνα. Στο ντε κουπάζ είχα περιγραφή για έξη απλά πλάνα που η μόνη τους δυσκολία ήταν στην κίνηση (όλα ήταν traveling). Έλα όμως που όταν τελείωσε το reel ήμασταν ακόμη στην πέμπτη λήψη του πρώτου πλάνου. Εδώ, για πρώτη φορά, ο Λουκάς άφησε να φανεί το κόλλημά του για τις λεπτομέρειες.
Ένα μικρό συννεφάκι που εμφανίσθηκε στη σχέση μας ευτυχώς δεν έφερε βροχή.   
Όπως και να έχει όμως εγώ έπρεπε να δω τι θα μπορούσε να κοπεί σε περίπτωση που δεν μας έφτανε το φιλμ ως το τέλος. Κάθισα λοιπόν και έκανα ένα σχεδιασμό τέτοιο ώστε να ξέρω με σειρά προτεραιότητας ποια ήταν τα πλάνα που είχαμε να τραβήξουμε στην συνέχεια, ώστε να κόβω από τα λιγότερο απαραίτητα.
Αυτό το χαρτί θα ήταν από κει και πέρα αναπόσπαστο εργαλείο που έπαιρνα μαζί μου στα γυρίσματα.
Στη φωτογραφία αυτή φαίνεται ¨καθαρά¨ η ψυχολογική μου κατάσταση (δεξιά).
Φοβήθηκα ότι αν για αυτά τα πλάνα ξοδέψαμε σχεδόν το διπλάσιο φιλμ, για τα επόμενα θα χρειαζόμασταν όλη την παραγωγή της KODAK για να μας ξελασπώσει.

Το πρόγραμμα είχε επόμενο ραντεβού την άλλη μέρα το πρωί στις 07:00 στην Άνω Πόλη όπου είχαμε την 16. Αν προλαβαίναμε, επειδή ο καιρός μου είχανε πει από το μετεωρολογικό γραφείο θα ήτανε πολύ καλός, θα πηγαίναμε και την 29 στην περιοχή της εκκλησίας Αγίων Πάντων δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό.
Τίποτα από όλα αυτά δεν έγινε.
Το μόνο που έμεινε ίδιο ήταν η ώρα.
Αποφασίσαμε εσπευσμένα επειδή ο καιρός είχε αστάθεια, να κάνουμε το γύρισμα στο σπίτι της Άρτεμης (3, 5, 7) που ήταν το σπίτι ενός άλλου συμμαθητή μου από την Παράλλαξη, του Σπύρου Αμοιρόπουλου, ο οποίος μου το έδωσε για τα γυρίσματα και εγώ ανέλαβα την υποχρέωση να κάνω τον Βooman στην δικιά του ταινία (το σπίτι αυτό το είχαμε ονομάσει Chineccita γιατί είχαν γυριστεί αρκετές ταινίες μεταξύ των οποίων και μια δικιά μου παλιότερα).  Η Chineccita λοιπόν ήταν σίγουρη λύση και παρόλο ότι δεν βόλευε να γίνει σε άλλη γωνία του δωματίου σπίτι Βασίλη το διαλέξαμε γιατί είχε ένα μεγάλο παράθυρο και μια μπαλκονόπορτα που σήμαινε πολύ φως. Στο γύρισμα αυτό δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα πέρα από τον αρκετό χρόνο που ξοδεύτηκε για να στηθεί το δωμάτιο. Η μεταμόρφωση ήταν καθολική μια και το βρήκαμε ως νεαρού εργένη και η Χριστίνα το έκανε κοριτσίστικη κρεβατοκάμαρα.
Εκείνη την ημέρα, δεν θυμάμαι γιατί, είχαμε αργήσει πολύ να φάμε. Αυτός ήταν κυρίως ο λόγος που όταν ήρθαν τα σάντουιτς δεν γκρίνιαξε κανένας. Γκρίνιαξαν όμως για το ότι δουλεύανε τέσσερις μέρες συνέχεια και αποφασίσαμε να κάνουμε παύση την επόμενη.


Η Χριστίνα με τους βοηθούς της εν ώρα δράσης.



Τα δύο script Μάνια (κάτω) και Ελένη επάνω.
Ο Σπύρος πίσω, δεν μπορεί να πιστέψει τι έχουμε κάνει στο σπίτι του.

Ήταν Δευτέρα.
Ήταν ρεπό για τους υπόλοιπους αλλά μια δύσκολη μέρα για μένα. Στο ημερολόγιό μου έχω ένα κατεβατό από λογαριασμούς που έπρεπε να πληρώσω. Είχα ¨φορτώσει¨ μια κάρτα της Εργασίας και είχα εξαντλήσει τις πιθανότητες να αναβάλλω κι άλλο τις πληρωμές. Μπροστά μου είχα ακόμη και τα υπόλοιπα έξοδα της ταινίας που ανέρχονταν σε εκατοντάδες χιλιάδες.
Κάθισα λοιπόν σαν καλό σχολιαρόπαιδο και έκανα μια λίστα με όλους αυτούς που μπορούσα να δανειστώ έστω και μια δραχμή. Συγκεντρώθηκαν εβδομήντα εννέα ονόματα από τους οποίους έσβησα γρήγορα τα σαράντα δύο μένοντας στα τριάντα εφτά. Τα λεφτά που χρειαζόμουνα για τις προσωπικές μου ανάγκες στους επόμενους τρεις μήνες συν την ταινία έφταναν τα δύο εκατομμύρια. Μου χρωστούσαν από διάφορες δουλειές γύρω στο ένα οπότε έπρεπε να δανειστώ ένα εκατομμύριο για να την βγάλω καθαρή μέχρι το τέλος.
Έπρεπε δηλαδή ο καθένας από αυτούς που θεωρούσα ότι μπορούν να μου δανείσουν λεφτά να μου δώσει 270. 000.
Αποκλείεται (σκέφτηκα τότε και είχα δίκιο).
Έχω μάθει να το παλεύω όμως και πήρα τους δρόμους. ¨Χτύπησα¨ πρώτη την αδελφή μου που ήξερα ότι εκείνον τον καιρό είχε λεφτά και τις τα μάζεψα. Το σκεπτικό ήταν να τους πάρω όσα πιο πολλά μπορούσα. Μετά επισκέφτηκα έναν φίλο, έτσι, για να δω τι κάνει, και τα μάζεψα και από αυτόν. Οι υπόλοιποι το έπαιξαν ¨ινδιάνοι¨ και γλίτωσαν τα ωραία τους λεφτουδάκια αλλά εγώ είχα πρόβλημα. Στο τέλος της ημέρας δεν είχα μαζέψει παρά ένα μικρό ποσό από αυτά που χρειαζόμουν. Σίγουρα όμως ήμουν καλύτερα από την προηγούμενη. Έβαλα μέσα σε κύκλο προτεραιότητας το θέμα με τα δανικά και έκανα την προσευχή μου για καλό καιρό την επόμενη.


Η σκηνή με τον ζωγράφο στην Κρήνη δεν ήταν από την αρχή στο scenario. Προέκυψε από το όνειρο. Ο Barry είχε έλθει από την Αμερική πριν λίγα χρόνια και πουλούσε τρέλα ζωγραφίζοντας κόκαλα και κάνοντας συνθέσεις από υλικά που έβρισκε στα σκουπίδια. Ο τύπος ήταν πολύ ενδιαφέρων. Αυτός ήταν και ο λόγος που τον είχαμε κάνει εκπομπή στο ΝΑΜΑΣΤΕ.
Τώρα, τον ήθελα και στην ταινία.

Ο Barry λοιπόν στέκεται όρθιος μπροστά στο καβαλέτο και ζωγραφίζει το πορτραίτο του κοιτώντας τις βάρκες! Λίγο παρακάτω ένα ζευγαράκι (από την οντισιόν) φλερτάρουν ο ένας τον άλλον. Όταν περνάει τρέχοντας από δίπλα τους η Άρτεμη, η κοπέλα αφήνει σύξυλο τον νεαρό και αρχίζει να τρέχει μαζί της. Από πίσω τρέχει και ο νεαρός για την κοπέλα του.
Αυτή η σκηνή ήταν καθοριστική για την ταινία αφού εξηγούσε, κατά κάποιο τρόπο, πως μπαίνανε όλοι αυτοί που τρέχουν πίσω από την Άρτεμη κατά την διάρκεια της πορείας της προς το σπίτι του Βασίλη.
Έπρεπε να δοθεί μεγάλη προσοχή στην οπτικοποίηση για να μην χάσω το αφηγηματικό της κομμάτι. Έπρεπε δηλαδή να είναι σαφές το ότι ο κόσμος που τρέχει από πίσω της δεν είχε άμεση σχέση μαζί της για να προκύψει το προσδοκώμενο νόημα.
Η σκηνή θα αποτελούνταν από έξη πλάνα μεταξύ των οποίων ένα μεγάλο (πολύ ΜΕΓΑΛΟ) traveling με την Άρτεμη και το ζευγάρι να τρέχουν. Επειδή ήταν αδύνατο να βρούμε τόσες ράγες πήγαμε κατ΄ ευθείαν στη λύση του 2CV. Βγάλαμε τέντα, πόρτες, καπό, γενικά το διαλύσαμε για να βάλουμε επάνω τον εξοπλισμό και ξεκινήσαμε πρόβες για να πιάσουμε την κατάλληλη ταχύτητα. Το πρόβλημα στο συγκεκριμένο πλάνο ήταν ότι όλη αυτή η κίνηση (δεκαπέντε περίπου χιλιόμετρα ταχύτητα) σταματούσε σχετικά απότομα στον Barry που έβαζε την τελευταία πινελιά στον καμβά του.
Δύσκολο;
Πολύ.
Αλλά το κάναμε. Το κάναμε μετά από καμιά εικοσαριά πήγαινε – έλα και βγήκε και καλό.
Αλλά δεν χρησιμοποιήθηκε.
Ολόκληρη η σκηνή πετάχτηκε.

Την ίδια τύχη παρ΄ ολίγο να είχαν και τα σάντουιτς που έφερε ο Δημήτρης.
Εκείνη την ημέρα ετέθη για πρώτη φορά το θέμα του catering που παρουσίαζε εντυπωσιακές ομοιότητες με τις προηγούμενες μέρες.

Για την σκηνή θα σας πω παρακάτω.

Η δέκατη μέρα του Μάρτη μας βρήκε στα πανεπιστήμια και συγκεκριμένα μπροστά στην πινακοθήκη της πολυτεχνικής σχολής στην Εγνατία. Είχαμε να τραβήξουμε την 19 όπου η Άρτεμης βλέπει ένα ποδήλατο και ¨τρώει¨ φλας μπακ. Η σκηνή είχε μπει (όπως και άλλες) για να περάσει από την αγωνία – δυστυχία της στιγμής στην ευτυχία του παρελθόντος.
Αυτό που θα έπρεπε να γίνει ήταν απλό.
Καθώς η Άρτεμης βλέπει το αφημένο ποδήλατο του πιτσιρικά δίπλα στον τηλεφωνικό θάλαμο της θυμίζει τις όμορφες ποδηλατοδρομίες που έκαναν στο δάσος με τον Βασίλη. Μας πήρε λίγη ώρα να στηθούμε και ξεκινήσαμε τις πρόβες για να συγχρονιστούμε. Την πρώτη φορά όμως που η Μελίνα πέρασε δίπλα από το ¨παρατημένο¨ ποδήλατο, σταμάτησε και γύρισε το κεφάλι της πίσω για να δει αν ο νεαρός ποδηλάτης βρισκόταν στην θέση του. Κανονικά η Μελίνα δεν είχε λόγο για να το κάνει (υπήρχαν δύο script που έλεγχαν τα πάντα) αλλά…. το έκανε και μέσα από την αυθόρμητη αυτή κίνηση δόθηκε μια από τις πιο όμορφες ιδέες που συνάντησα τότε.
Να τι συνέβη λοιπόν.
Ενώ η σκηνή όπως την περιέγραφα χρησιμοποιούσε το ποδήλατο απλά και μόνο ως ερέθισμα για να γίνει το πέρασμα, γυρνώντας η Μελίνα πίσω θα έκανε τον θεατή να σκεφτεί ότι ίσως η Μελίνα το έκλεβε για να συνεχίσει γρηγορότερα την πορεία της. Τέτοιου είδους ευρήματα μου αρέσουν πάρα πολύ γιατί βάζουν τον θεατή σε μια σύνθετη ψυχολογική κατάσταση. Την ίδια στιγμή που θα παρακολουθούσε τις όμορφες στιγμές της στο δάσος θα αγωνιούσε για το αν τελικά πήρε το ποδήλατο και τι έγινε στη συνέχεια.
Τα λατρεύω αυτά.
Ζήτησα από την Μελίνα να το κρατήσει και το πλάνο γυρίστηκε με το εύρημά της. Στην σκηνή αυτή μεταξύ άλλων υπήρχε το γενικό και το υποκειμενικό της.
Και με τα δύο συνέβησαν απρόοπτα (όχι από αυτά που βάζει κανείς στον προϋπολογισμό).
Στην  είσοδο του πανεπιστημίου υπάρχει ένα φυλάκιο όπου καθόντουσαν ο φύλακας και ένας φίλος του με μηχανή και συζητούσαν. Στο γενικό πλάνο, κατά πάσα πιθανότητα, φαινόντουσαν. Όταν αλλάξαμε γωνία για να συνεχίσουμε με άλλα πλάνα η Ελένη (script) είδε τον φίλο του φύλακα να φεύγει και υπήρχε κίνδυνος να υπάρχει πρόβλημα ρακόρ. Γρηγορότερη από το αίσθημα του πανικού άρχισε να τρέχει σαν τον άνεμο.
Αλλά ο μηχανόβιος ήταν πιο γρήγορος από τον άνεμο.
Και τον έχασε.
Σε χρόνο μηδέν γύρισε πίσω, έμαθε από τον φύλακα φίλο του που πιθανόν να πήγαινε και τον βρήκε.
Και τον έφερε πίσω.
Και μέχρι να ετοιμαστούμε για τα υπόλοιπα πλάνα ο τύπος ήταν πάλι εκεί.
Νομίζω ότι αυτό που έγινε το πήραν χαμπάρι ελάχιστοι.
Εγώ πάντως δεν ήμουν ένας από αυτούς. Το έμαθα στο τέλος της ημέρας και συγκινήθηκα.
Επειδή η σκηνή αυτή ήταν ¨ελαφριά¨ είχαμε βάλει μαζί της και μια ακόμη εμβόλιμη σκηνή με φίλους και παιδιά από την οντισιόν, την 9. Ήταν μια σκηνή όπου η Άρτεμη περνάει τρέχοντας μπροστά από το cine ΟΛΥΜΠΙΟΝ (η ΜΕΚΑ του κινηματογράφου στην Θεσσαλονίκη), την κυνηγούσαν κάποιοι (όνειρο) και δύο κοπέλες παίζανε βιολί μπροστά στην είσοδο (μουσικοί του δρόμου). Ξεκινούσε από τις δύο κοπέλες (μεσαίο) να παίζουν, έφευγε πίσω για να ανοίξει γενικό αποκαλύπτοντας την κατεβασιά της Μελίνας με όλο τον κόσμο από πίσω της (δέκα άτομα) και την ακολουθούσε μέχρι που μπερδευόταν μέσα στον κόσμο από το διπλανό café. Το γύρισμα ήταν δύσκολο με την έννοια του ότι επειδή ήταν μονοπλάνο θα έπρεπε να συγχρονιστούμε τέλεια. Ακόμη, επειδή με τα μέχρι τότε γυρίσματα είχαμε ξεφύγει τελείως με το φιλμ είχαμε υπόλοιπο στο roll μόνο για ένα πλάνο. Προσπαθήσαμε να μικρύνουμε την διάρκειά του ώστε να χωρούσε δύο αλλά θα έπρεπε να είμαστε σίγουροι για το πρώτο και μόνο αν ήταν απολύτως απαραίτητο να πηγαίναμε σε δεύτερο.
Το 2CV λοιπόν διαλύθηκε πάλι, μπήκε επάνω του ο γερανός,  τα παιδιά ανέλαβαν το σκούντημα και μετά από μια ώρα ήμασταν έτοιμοι. Η περιοχή έκλεισε για τους περαστικούς (κάποιοι θέλησαν να παίξουν και τους ανέλαβε ο Έτζο) και αρχίσανε οι πρόβες για τους χρόνους και την διόρθωση του νετ.
Ένα ακόμη πρόβλημα που συναντήσαμε ήταν ότι οι παρακείμενοι στο café χαιρετούσανε την μαμά τους και κάνανε ¨φατσούλες¨ κάθε φορά που η μηχανή κατέληγε σ΄ αυτούς με αποτέλεσμα να χαλάει το finale. Η λύση που βρήκαμε γι΄ αυτό ήταν να το κάνουμε πολλές φορές φωνάζοντας «ΓΥΡΙΖΟΥΜΕ» έτσι ώστε να βαρεθούνε.
Έτσι και έγινε.
Ο χρόνος που είχαμε στην διάθεσή μας για να πιάσουμε το ηλιοβασίλεμα ήταν λίγος και έπρεπε να βιαστούμε. Την πρώτη φορά που η μηχανή έτρεξε στ΄ αλήθεια σταμάτησε σχεδόν αμέσως επειδή υπήρξε μια καθυστέρηση από τους κομπάρσους. Τα περιθώρια στένεψαν, το κάναμε δυο πρόβες ακόμα και το γράψαμε. Η χορογραφία ήταν τέλεια και όλα φάνηκαν να πήγαν καλά.
Αλλά δεν πήγαν.
Θα το μάθαινα και αυτό την ημέρα που θα εμφανιζόταν το αρνητικό. Μέχρι τότε ήμουν ευτυχισμένος.
Αν εξαιρέσει κανείς μια ελαφριά γκρίνια για το ότι θα τρώγαμε πάλι σάντουιτς τίποτα άλλο δεν επισκίασε την έκτη ημέρα γυρισμάτων και πήγαμε στη έβδομη.



Πανεπιστήμιο

Στο βάθος διακρίνεται ο μοτοσικλετιστής.









Ξεκίνησε καλά αλλά στην μέση μας τα χάλασε.
Μπροστά στο Ολύμπιον.








 


Όλες οι σκηνές που είχανε να κάνουνε με studio γυρίστηκαν μέσα στη σχολή κινηματογράφου ΠΑΡΑΛΛΑΞΗ. Ήταν οι σκηνές  4, 6, 12, 25, 30, 31 και αναφερόντουσαν ως studio μουβιόλας και studio ήχου. 

Παρόλο ότι τις είχαμε βάλει σε άλλες ημερομηνίες (τις είχαμε αφήσει για το τέλος) ο καιρός που χάλασε μας έβαλε πρόωρα μέσα. Το πρώτο πλάνο που κάναμε ήταν της Άρτεμης που μπαίνει αλαφιασμένη στο υπόγειο studio και κατεβαίνει τα σκαλοπάτια. Για να τραβήξει αυτό το πλάνο ο Λουκάς έπρεπε, λόγο στενότητας χώρου, να γίνει ένα με τον τοίχο. Έπρεπε, όπως στην περίπτωση με το ασανσέρ, να διπλώσει, ή τριπλώσει και να χειριστεί συγχρόνως την μηχανή κάνοντας panoramic.
Και τα κατάφερε.
Έτσι ξεκινήσαμε
Η φωτογραφία ήταν μαγική. Η μεγάλη και βαριά σιδερένια πόρτα άνοιξε αφήνοντας να μπει πλούσιο και γεμάτο το εξωτερικό φως που παραμόρφωνε την Μελίνα σαν εξωγήινη. Το πλάνο έλεγε με τον καλύτερο τρόπο το βαθύτερο νόημα της σκηνής. Η Άρτεμη βγαίνει από την προσωπική της αλήθεια (φως) και μπαίνει στην αλήθεια του Βασίλη (σκοτάδι), δύο διαφορετικοί κόσμοι που όμως είναι απαραίτητο, όσο και αρμονικό, να υπάρχουν.

Χειροκροτήσαμε και πάλι και πήγαμε στο επόμενο. Την ημέρα εκείνη τραβήξαμε αρκετά από τα πλάνα της Μελίνας γιατί ο Χρήστος είχε πρόβες για το θεατρικό. Ήταν πάρα πολύ κουραστικό γύρισμα αν και αποδοτικό και ζεστό (έξω είχε μείον). Τελειώσαμε αργά το βράδυ χωρίς κανένας να εκτιμάει τα ωραία σάντουιτς από τον Πέτρινο Μύλο (φάγαμε δυο φορές γιατί δουλεύαμε πολλές ώρες).


Η επόμενη είχε συνέχεια στο ίδιο μέρος αλλά χωρίς το ίδιο κέφι. Ο κόσμος είχε κουραστεί πολύ και κοιμηθεί λίγο.
Γενικό από ψηλα μέσα στη μουβιόλα
Ξεκινήσαμε με πλάνα της Μελίνας και αργότερα ήρθε και ο Χρήστος. Τίποτα εκείνη την ημέρα δεν έγινε εύκολα. Όλα πήγαιναν στραβά. Είχαμε πολλά τεχνικά προβλήματα, μας λείπανε πράγματα, υπήρχε γκρίνια γενικώς. Ήρθαν και τα σάντουιτς κατά το μεσημέρι και αγρίεψαν κι΄ άλλο. Το διάλυμα εκείνη την μέρα κράτησε αρκετά.
Όταν ξαναπιάσαμε δουλειά η ένταση ήταν ακόμη μεγάλη. Προσπαθήσαμε να τραβήξουμε το πλάνο της Μελίνας μέσα στο studio της μουβιόλας αλλά  η διαφωνία μου με τον Λουκά για το πόσο έπρεπε να προσεχθεί φωτιστικά η σκηνή κόντεψε να μας φέρει στα χέρια.
Εδώ παραλίγο η ιστορία να έχει πάλι sex.
Εγώ είχα την αίσθηση ότι καθυστερούσαμε υπερβολικά με το φως και ο Λουκάς επέμενε ότι έπρεπε να γίνουν όλα σωστά.
Τέλεια σαστισμένη
Επέμενε πολύ, πάρα πολύ, αλλά … πάρα  πολύ.
Τότε, με μια κίνηση, ο Νίκος Τσουτσούλης ήρθε και έβαλε στα χέρια μας από ένα ποτήρι με φρέσκο και αχνιστό καφέ.
Αυτό το παιδί….
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Νίκος είχε παίξει καθοριστικό ρόλο με την στάση του. Αυτή τη φορά όμως ίσως ήτανε αυτός που έλυσε στ΄ αλήθεια το πρόβλημα.
Είχε μάθει να περνάει άψογα
Σε λίγη ώρα η κατάσταση είχε αλλάξει και συνεχίζαμε το γύρισμα τελειώνοντας με τα πλάνα του Χρήστου που ως Βασίλης έμπειρος μοντέρ δούλευε στην μουβιόλα .
Ήταν η πρώτη φορά όμως που φοβήθηκα ότι η ταινία δεν θα γινόταν. Οι ισορροπίες ήταν πολύ εύθραυστες. Ήμασταν πολλά άτομα μέσα σε έναν κλειστό χώρο για δεύτερη μέρα και η δουλειά καθυστερούσε. Η ομάδα γενικά είχε αρχίσει να πέφτει και έψαχνα να βρω τρόπο να αλλάξω την κατάσταση.
Εκείνο λοιπόν το βράδυ φάγαμε πίτσα.









Το αίμα που βλέπεται ήρθε από την Αμερική (12.000δρχ τα 50γρ.)
Ας πρόσεχα.











Ο ένας και μοναδικός (ever) Κώστας Προικόπουλος.

Τέλειο μασκάρισμα (ο Χρήστος είναι από πίσω).










Μπράβο Λουκά.


Την επόμενη μέρα όλοι ήταν καλύτερα.
Η σκηνή 8 μας ήθελε όλους στις 10:00 στον Λευκό Πύργο που υποτίθεται ότι είναι το σπίτι της Άρτεμης και από το οποίο βγαίνει τρέχοντας. Σ΄ αυτήν την σκηνή έπαιζε και ο Έτζο κάνοντας έναν τύπο που τρώει σπόρια (αναφορά σε μια παλιότερη ταινία του Λουκά). Ήταν ένα πλάνο γερανίσιο που το ήθελα και πάνω σε traveling για να κάνει μια πολύ σύνθετη κίνηση. Η δράση είχε ως εξής: η Άρτεμη ανοίγει την πόρτα, ανεβαίνει τα πέντε – έξη σκαλοπάτια και τρέχει, ο Έτζο της κόβει τον δρόμο αλλά εκείνη συνεχίζει.
Και το ήθελα μονοπλάνο.
Η ιδέα του traveling έφυγε επειδή ήταν ιδιοκατασκευή και ευθυγραμμιζόταν πολύ δύσκολα. Έμεινε το γερανάκι μόνο του που μπορούσε να δώσει ένα αποτέλεσμα παρόμοιο με αυτό που αρχικά είχα σκεφτεί αλλά όχι ίδιο. Προτιμήσαμε λοιπόν να μην χάσουμε χρόνο και να το πάμε σκέτο για να προλάβουμε την επόμενη σκηνή στα Λαδάδικα.
Η Μελίνα ήταν έτοιμη και ξεκινήσαμε.
Εδώ κυρίες και κύριοι έγινε και το πρώτο μπουράζ της ταινίας (ευτυχώς και τελευταίο).
Δεν θυμάμαι γιατί αλλά αντί του Πέτρου Νικόλτσου (βοηθός Λουκά) ανέλαβα να ελέγξω και διορθώσω τις στροφές της μηχανής όταν θα ξεκινούσε. Αυτό που υπό άλλες συνθήκες είναι μια απλούστατη δουλειά το έκανα θρίλερ. Είπα τον Λουκά να ¨διώξει¨ την μηχανή, κοίταξα τον δείκτη της και γύρισα λίγο τον ροοστάτη να ανέβουν οι στροφές γιατί τις βρήκα πεσμένες. Οι στροφές ανέβηκαν πολύ και με μια απότομη κίνηση τις κατέβασα.
Και το κακό έγινε.
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πώς αυτές οι παλιές μηχανές παθαίνουνε μπουράζ, ή μάλλον το τι συνέβαινε μέσα τους όταν γινότανε αυτό.
Δεν έχετε ξαναδεί κάτι τέτοιο.
Ροκανισμένο σε μικρά κομματάκια το ακριβό αρνητικό είχε σκορπίσει και στις πιο μικρές, πιο πονηρές σχισμές της μηχανής.
Τις επόμενες δύο ώρες τις φάγαμε για να διορθώσουμε το πρόβλημα. Τελικά τα καταφέραμε αλλά η ώρα είχε περάσει και θα χάναμε τον ήλιο για την επόμενη σκηνή.
Φορτώσαμε και φύγαμε.
Αρχικά στο scenario είχα την 18 όπου η Άρτεμη με τον  Βασίλη φοράνε καπέλα γελωτοποιών καβάλα σε μια παλιά βέσπα γεμάτη μπαγκάζια αφήνοντας πίσω τους την πόλη. Την βέσπα θα μας την έδινε ένας γνωστός κάποιου γνωστού κλπ.
Αλλά το ακύρωσε δυο μέρες πριν.
Έτσι, βρεθήκαμε στα Λαδάδικα αντικαθιστώντας την δράση με μια άλλη που είχε έναν φίλο από την Καστοριά, τον Άρη Καπούλη, να διαβάζει Κοκομπίλ καθισμένος πάνω σε ένα κουφάρι δένδρου και παρόλο ότι η Άρτεμη περνάει τρέχοντας με όλο το τσούρμο από μπροστά του εκείνος δεν κουνάει βλέφαρο.
Ήμαστε τελείως τρελοί;
Το κρύο έτσουζε αλλά έπρεπε να τραβήξουμε.
Γενικά υπήρχε μεγάλη ανασφάλεια με τον καιρό που άνοιγε και έκλεινε συνέχεια με αποτέλεσμα να ¨χτυπάμε¨ ότι πλάνο μπορούμε.
Η σκηνή αποτελούταν από τρία πλάνα. Το ψευδοϋποκειμενικό του Άρη και δύο traveling τα οποία στο μοντάζ θα πέφτανε αντίθετα μεταξύ τους. Το περιβάλλον ήταν ιδανικό, είχαμε έναν πολύ εικαστικό χώρο και ησυχία για να εργαστούμε σωστά.
Στήσαμε και ξεκινήσαμε.
Και πήγαν όλα καλά. Καλύτερα δεν γινόταν.
Αλλά …. και αυτή η σκηνή πετάχτηκε.

Τότε βέβαια δεν το ήξερα.

Αυτό που ήξερα με σιγουριά ήταν ότι δεν ήθελα τον πόλεμο στην Γιουγκοσλαβία, δεν ήθελα πόλεμο πουθενά. Το ίδιο και ο Άρης και ο Δημήτρης και ο Λουκάς και η Ελένη και όλοι όσοι ασχολούμασταν με την ταινία εκείνες τις μέρες. Υπήρχε ένα κλίμα θλίψης με όσα ακούγαμε ότι γινόντουσαν και ήταν το δεύτερο πιο σημαντικό θέμα συζήτησης μεταξύ μας.
Έπρεπε κάτι να κάνουμε για να δείξουμε την αντίδρασή μας. Οι λύσεις των μαζικών κινητοποιήσεων εμένα δεν μου ταιριάζουν καθόλου. Αποκλείστηκε λοιπόν οποιαδήποτε ανάμειξή μας με το μπούγιο στις λεωφόρους και άλλες πιο δραστικές μέθοδοι που με βρίσκουν επίσης αντίθετο. Αφού σκεφτήκαμε πολλά, πάρα πολλά, καταλήξαμε σε μια καθιστική διαμαρτυρία με πλακάτ μπροστά στο αμερικάνικο προξενείο που τότε ήταν στην Λεωφόρο Νίκης. Πήγαμε στο σπίτι του Λουκά και φτιάξαμε πλακάτ με συνθήματα όπως: ΠΟΥ ΕΊΝΑΙ ΟΙ ΙΝΔΙΑΝΟΙ ΚΥΡΙΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ;   ΣΤΑΜΑΤΉΣΤΕ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΩΡΑ, σχεδιάκια με ¨έξυπνες βόμβες¨ και άλλα τέτοια, που σκοπό θα είχαν να δώσουν το μήνυμα του  πόνου που γεννά ένας πόλεμος οπουδήποτε, αλλά και την ευθύνη της Αμερικής σε όλα αυτά. Όταν φτάσαμε εκεί διαπιστώσαμε ότι επειδή ήταν βράδυ δεν φαινόντουσαν τα πλακάτ και πήραμε κεριά που τα κρατούσαμε μπροστά τους, επίσης το σκεπτικό ήταν να μην φωνάζουμε τίποτα, να ήταν μια εντελώς ειρηνική εκδήλωση ενάντια στους ¨χορηγούς¨ του πολέμου. Τα κορίτσια κάθισαν διακριτικά σε απόσταση με τις φωτογραφικές μηχανές στο χέρι για κάθε ενδεχόμενο και εμείς πήγαμε στο πεζοδρόμιο από την πλευρά της θάλασσας.

Τα ΜΑΤ που υπήρχαν εκεί μας την έπεσαν αμέσως και δυσκολευτήκαμε αρκετά να τους πείσουμε ότι ήμασταν μόνο εμείς οι τέσσερις! Καθίσαμε κάτω και με τα κεριά μες την νύχτα ήμασταν σαν πιστοί ξεχασμένοι από την ανάσταση. Όταν φύγαμε κατά τις δύο το πρωί νιώθαμε πολύ ικανοποιημένοι με τους εαυτούς μας, λες και την επόμενη μέρα θα σταματούσε ο πόλεμος εξ αιτίας αυτής της δυνατής και ριζοσπαστικής αντίδρασης που εκδηλώσαμε.
Θυμάμαι πάντως ότι κάποιοι από τα ΜΑΤ εκείνο το βράδυ γέλασαν με την ψυχή τους.
Θυμάμαι ακόμη ότι στην επιστροφή για το σπίτι με τα μηχανάκια μας (εγώ και η Ελένη) μας έγραψαν για παραβίαση κόκκινου σηματοδότη (80.000 + πόντους). 

Αλλά την επόμενη ξαναπήγαμε πιο οργανωμένοι.












Ο Άρης σε στιγμές δράσης.
Το τεύχος που κρατάει αγοράστηκε από το μοναστηράκι 5.000δρχ.
Σήμερα πουλιέται γύρω στις 30.000 (1999)!


Αλλά δεν πήγαμε για γύρισμα.
Άρχισε να χιονίζει, να βρέχει, να χιονίζει, να βρέχει αλλά εμένα δεν με πείραζε πολύ γιατί έτσι κι αλλιώς δεν είχαμε και εξοπλισμό. Τις πρώτες μέρες ασχολήθηκα με τους ¨χρηματοδότες¨ και κατάφερα να μαζέψω μερικά χρήματα ακόμη, μετά από λίγο όμως άρχισα να τρώγομαι με τα ρούχα μου.
Ένα δράμα. Τόσες προσευχές μαζεμένες ποτέ. Τι τάματα στον Άγιο Ονούφριο, τι απειλές σε θεούς και δαίμονες, τι χορό της βροχής γυμνός σε σταυροδρόμι νύχτα, τι χαρτορίχτρες….

Έπαιρνα κάθε μέρα τηλέφωνο στο μετεωρολογικό γραφείο Μίκρας και ζητούσα πλήρη ανάλυση μπας και δω βελτίωση.
Στο τέλος με βρίσανε.

Την πέμπτη μέρα αποφασίσαμε να κάνουμε μερικά  εσωτερικά και βάλαμε μπρος κάποια από τα πλάνα αρχής με την κάμερα να παρακολουθεί καλώδια. Η ιδέα του Λουκά ήταν να κατασκευάσουμε ένα τούνελ μέσα από το οποίο θα περνούσε η κάμερα τραβώντας τα καλώδια.
Ακουγόταν πολύ εντυπωσιακό.
Βαλθήκαμε λοιπόν να φτιάχνουμε τον ¨σωλήνα¨ στο υπόγειο του σπιτιού του και καταλήξαμε, μετά από δύο μέρες, σε μια κατασκευή από χαρτόνι και τσιμέντο μήκους δύο μέτρων και ύψους εβδομήντα εκατοστών. Στην επάνω εσωτερική πλευρά (οροφή) είχαμε τοποθετήσει τα καλώδια με τα μπουάτ και η κάμερα θα έπρεπε να κινηθεί αργά προς τα μπρος γλιστρώντας στο πάτωμα. Σε ελάχιστο χρόνο κατασκευάσαμε μια βάση από ξύλο για την μηχανή και με λίγο ταλκ στο πάτωμα έγινε η τέλεια γλιστιέρα. Για να ελεγχθεί η σταθερότητα της ταχύτητας ο Λουκάς έφτιαξε ένα καρούλι πάνω στο οποίο τυλιγόταν ο σπάγκος που τραβούσε την μηχανή και ξεκινήσαμε τις δοκιμές.
Το πλάνο έγινε και μάλιστα εξαιρετικό.
Γύρισα σπίτι γεμάτος ενέργεια και άρχισα να στέλνω fax με δελτία τύπου σε εφημερίδες και περιοδικά για τις εξελίξεις της ταινίας (λες και όλοι περίμεναν πως και πως τι θα γίνει).
Την άλλη μέρα ο καιρός έφτιαξε και μόλις είπαμε ξεκινάμε μας πήραν τον εξοπλισμό.
Και το έριξα πάλι στις προσευχές .
Η πάνω πλευρά (είμαστε φοβεροί;)
 

Ενίοτε χτυπούσαμε κλακέτα με ότι βρίσκαμε.


Η κάτω πλευρά

Εννέα μέρες μετά τα παιδιά είχαν ξεκουραστεί καλά, ο εξοπλισμός ήταν και πάλι στη διάθεσή μας, ο καιρός ήταν καλός, εγώ είχα μαζέψει χρήματα και ξεκινούσαμε με όρεξη το πλάνο που είχα χαλάσει την τελευταία φορά.
Στήσαμε αμέσως και είπα στην Μελίνα να πάμε πρόβα για να συντονιστούμε. Κατέβηκε τα σκαλοπατάκια, πήγε να ανοίξει την πόρτα αλλά η πόρτα ήταν κλειστή!
Πανικός.
Το χαρτί που ήταν πρόχειρα κολλημένο στην πόρτα έλεγε ότι: Σήμερα θα ήμαστε κλειστά για λόγους συντήρησης.
Μα τώρα βρήκανε;
Δεξιά ο Νίκος Τσουτσούλης
Χτυπήσαμε δυνατά μπας και ήταν κανείς μέσα και μετά από λίγο άνοιξε μια ταλαιπωρημένη κυρία η οποία δήλωνε υπεύθυνη για τον Λευκό Πύργο, αλλά ανεύθυνη να μας αφήσει να κάνουμε το γύρισμα. Θα έπρεπε να πάρουμε άδεια από την εφορεία αρχαιοτήτων, μας είπε και ξανάκλεισε την πόρτα. Την ώρα που άκουγα το βαρύ μάνταλο να πέφτει από πίσω, αποφάσισα να κάνουμε το γύρισμα χωρίς η Μελίνα να βγαίνει από την πόρτα.
Και έτσι έγινε.
Τραβήξαμε δυο φορές το πλάνο και ήτανε καλό.
Φύγαμε γρήγορα για το επόμενο που ήταν εκεί κοντά και αρχίσαμε να ετοιμάζουμε. Ήταν η σκηνή 15 όπου βγαίνοντας από το σπίτι της η Άρτεμη τρώει το πρώτο φλας αφού από μπροστά της περνάει ο εαυτός της με τον Βασίλη μέσα στο 2CV. Η δυσκολία ήταν στο ότι η παραλιακή είναι από τους δρόμους με την πιο μεγάλη κυκλοφορία εκείνη την ώρα και ο Βασίλης ήταν νέος, πολύ νέος οδηγός. Θα έπρεπε να προσέξουμε πολύ για να μην γίνει κανένα ατύχημα. Η τροχαία είχε ειδοποιηθεί για να μας βοηθήσει αλλά δεν είχε έρθει κανείς. Έτσι, ανέλαβε η Ελένη.
Έβαλε τις κορύνες για να κλείσει τις δυο λωρίδες που χρειαζόμασταν και έκανε σινιάλο στους οδηγούς να πηγαίνουν από την άλλη.
Ένας από αυτούς έδειξε ενδιαφέρον.
-Τι γίνεται εδώ κοπελιά;
-Ταινία.
-Τι ταινία;
-Από αυτές που βλέπετε στους κινηματογράφους.
-Αγγελόπουλος;
-Όχι Παπαδάκης.
-Παπαδάκης; Και γι΄αυτό κλείσατε τον δρόμο; Πες του να πάει να γαμηθεί ο μαλάκας.
Κάπως έτσι ήταν η κατάσταση εκεί μέχρι που ένα διερχόμενο περιπολικό σταμάτησε και ζήτησε από την Ελένη εξηγήσεις.
Δεν ξέρω τι τους είπε αλλά για τις επόμενες δύο ώρες που χρειαζόμασταν τον δρόμο ήταν εκεί και ρυθμίζανε την κυκλοφορία με πάθος.
Εγώ οδηγούσα το αυτοκίνητο του Λουκά από το οποίο ο ίδιος ήταν κρεμασμένος έξω από το παράθυρο με την κάμερα και κάναμε μερικές πρόβες για να συγχρονιστούμε. Στην αρχή κινδυνέψαμε από ένα φορτηγάκι, μετά από ένα ταξί και τέλος από ένα λεωφορείο.
Πήγαν όμως όλα καλά.
Τελικά ο Χρήστος κάτι κέρδισε απ΄ όλη αυτή την ιστορία.
Ένα άλλο πλάνο που είχαμε ήταν το πορτραίτο της Άρτεμης όταν παθαίνει πλάκα με αυτό που βλέπει. Κάμερα στο τρίποδο, ή Μελίνα μπροστά και πάμε πρόβα. Η Μελίνα όπως σας είπα έπαιζε πολύ καλά. Εκείνο όμως το πλάνο ήθελε κάτι ξεχωριστό. Έπρεπε (επειδή ήταν και το πρώτο φλας της ιστορίας), όταν θα την βλέπαμε να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι βλέπει τον εαυτό της μέσα στο 2CV. Η κάθε σύσπαση του προσώπου, η κάθε λεπτομέρεια στην έκφραση ήταν καθοριστική. Δοκιμάσαμε διάφορες ερμηνείες αλλά δεν καταλήγαμε σ΄ αυτό που χρειαζόταν.  Προσπάθησα τότε να την βάλω σε ένα διαφορετικό τριπ από αυτό που όπως έβλεπα είχε εγκλωβιστεί.
Μπήκα πίσω από την κάμερα και περίπου στη θέση του 2CV έκανα πως είμαι αεροπλάνο που προσγειώνεται μέσα στο δρόμο.


Σκέτη κωμωδία. Ο Παπαδάκης να κάνει το Μπόϊνκ 747.

Η Μελίνα την ώρα που κοιτάει το ¨Μπόϊνκ 747¨.
Το αποτέλεσμα όμως ήταν θεαματικό. Μας έπεισε όλους ότι έβλεπε το αεροπλάνο να τροχοδρομεί στην παραλιακή. Έκανε μάλιστα και μια ελαφριά κίνηση να φτιάξει τα μαλλιά της που έμοιαζε περισσότερο με άγγιγμα στον εαυτό της για να δει αν ονειρεύεται.
Τέλειο. Από τα αγαπημένα μου.
Ο Χρήστος περνάει και την κοιτάει απορημένος.











Την ώρα που η Μελίνα υποτίθεται ότι κοιτάει το 2CV να περνάει με εκείνη και τον Χρήστο, από πίσω έβαλα τον Χρήστο να περνάει και να την κοιτάει απορημένος. Γινόταν όμως μεγάλο μπέρδεμα.


Στο βάθος η Μελίνα και η Βιβή.
Φύγαμε και από κει με την σιγουριά ότι είχαν πάει όλα καλά και πήγαμε να κάνουμε την τελευταία σκηνή που βλέπουμε την Άρτεμη να τρέχει και μάλιστα από απέναντι και σε αντίθετη κατεύθυνση να τρέχει ο εαυτός της. Ήταν η σκηνή 29 και πήγαν όλα καλά αμέσως. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι επειδή χρησιμοποιούσαν το στενό κάποια αυτοκίνητα για να παρακάμψουν ένα κοντινό φανάρι, στο τέλος βρεθήκαμε με αυτοκίνητα που περίμεναν και από τις δυο πλευρές για να περάσουν απέναντι, αλλά χωρούσε μόνο ένα τη φορά!
Η Ελένη ανέλαβε και πάλι χρέη τροχονόμου και μαζί με τον Δημήτρη τακτοποίησαν το θέμα σχετικά αναίμακτα.




Από την πρώτη ημέρα της δεύτερης περιόδου γυρισμάτων ήμουν πολύ κουρασμένος αλλά ευχαριστημένος. Το ίδιο και οι υπόλοιποι που βρήκαν μάλιστα και τα σάντουιτς από τον Πέτρινο Μύλο πολύ νόστιμα.




Ο τύπος που κάθεται στο βάθος
είναι ο ¨διαταραγμένος¨ που δεν έφευγε με τίποτα.
Το café cappuccino επιλέχθηκε γιατί ήταν φωτεινό, εκείνη την ώρα δεν είχε δουλειά και ο άνθρωπος που το είχε ήταν φίλος του Δημήτρη και μας είπε κάντε το ότι θέλετε. Ήταν και κοντά.
Με το άσπρο πουκάμισο ο Jimmys.
Νωρίς το πρωί ήτανε όλοι εκεί. Νομίζω ότι είναι το γύρισμα με τον περισσότερο κόσμο. Εφτά είναι μέσα στο café, τέσσερις δικοί μας απ΄ έξω και τέσσερις άσχετοι μεταξύ των οποίων ένας ψηλοδιαταραγμένος που αρνιόταν να φύγει από το μαγαζί παρόλο ότι δεν τον σέρβιρε κανείς. Αν προσθέσει κανείς και το συνεργείο φτάνει τους τριανταδύο.

Μην κοιτάτε φακό βρε κορίτσια.
Εκατό φορές το είπαμε.

Η Ελένη (τέλεια barwoman) θα ΄θελε
να είναι στη ¨θέση¨ της Μελίνας.
Η σκηνή 17 είχε την  Άρτεμη να τρώει το φλας περνώντας έξω από το café cappuccino. Είχαμε πάλι σωσία που αρχικά κάθεται μέσα μαζί με τον Βασίλη και μετά την αντικαθιστούμε με την Μελίνα. Στο ντεκουπάζ είχα σχεδιασμένα τέσσερα πλάνα. Ένα της Άρτεμης που τρέχει απ΄ έξω με το τσούρμο από πίσω, δύο με την Άρτεμη και τον Βασίλη μέσα να ανταλλάσσουν τα δώρα και ακόμη ένα που έδειχνα την  bar woman (Ελένη Σδούκου) να τους κοιτάει με τρυφερότητα. Τελικά κοντέψαμε να ξοδέψουμε όλο το φιλμ εκεί μέσα. Τραβήξαμε τον ιδιοκτήτη (Τζίμη) να κάθεται με έναν φίλο του που φλερτάρουν δύο τύπισσες που κάθονται δίπλα τους, τις τραβήξαμε και αυτές να αγνοούν το φλερτ αλλά να κουτσομπολεύουν το ζευγάρι μας  και ησυχάσαμε.
Μη με ρωτήσετε τι με είχε πιάσει και έβαζα όλο αυτόν τον κόσμο μέσα.
Επίσης, μη με ρωτήσετε τι είχε πιάσει τον Χρήστο και την Μελίνα και τρέμανε έτσι.
Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα.
Τα χέρια τους πετάριζαν τόσο έντονα που κάναμε δυο διαλύματα για να ηρεμίσουν. Μια ώρα μετά το δεύτερο διάλυμα τα πράγματα ήταν καλύτερα αλλά δεν τους είχε φύγει τελείως.
Σήμερα που ξαναείδα την ταινία το τρέμουλο αυτό φαίνεται, αλλά μαζί και όλη η ένταση της στιγμής που δίνει στην σκηνή μια αίσθηση αυθεντικότητας εξ΄ αιτίας της ειδικής συναισθηματικής στιγμής που υποτίθεται ότι ζούνε.







Αυτό το πλάνο είχε σχεδιαστεί να ¨δέσει¨ με το γενικό απ΄ έξω. Η σωσίας (Βιβή) είναι μέσα με τον Χρήστο να φιλιούνται και απ΄ έξω περνάει η Μελίνα. Ο λάθος συγχρονισμός όμως στις κινήσεις ηθοποιών - μηχανής (παρ΄ ότι το κάναμε πολλές φορές) το έβγαλε άχρηστο.



Την επόμενη μέρα ο καιρός ¨ξανάκλεισε¨. 
Λίγες μέρες πριν είχαμε ακούσει για ένα νέο χρηματοδοτικό πρόγραμμα για ταινίες μικρού μήκους που είχε αναγγείλει η ΕΡΤ σε συνεργασία με το σωματείο για την διάδοση της ταινίας μικρού μήκους ¨ΜΙΚΡΟ¨. Το πρωί της Τετάρτης 24 Μαρτίου έμαθα ότι τελικά είχε ξεκινήσει και ζητούσαν scenario για έγκριση. Έψαξα στο computer μου και βρήκα μια ιδέα που είχα παλιότερα για μια ταινία με θέμα την συζυγική απιστία. Υπήρχε μια πρόχειρη διατύπωση και κάποιες λεπτομέρειες. Η ιστορία στηριζόταν σε ένα εύρημα που έβρισκα από τα καλύτερα που είχα ποτέ σκεφτεί (ή κάπου είχα δει).
Ένα ζευγάρι πάει για μπάνιο και μέσα στην μια ώρα που βρίσκονται στην παραλία ¨σκοτώνονται¨ για την στάση του ενός από τους δύο στο πάρτι της προηγούμενης βραδιάς. Το εύρημα ήταν ότι η ιστορία ξεκινάει την περίοδο του βωβού κινηματογράφου και περνάει από όλες τις φάσεις του μέχρι να καταλήξει στην εποχή μας. Έτσι παραγόταν και το νόημα της υπόθεσης που ήταν η διαχρονικότητα του προβλήματος. Για να μην έχω αφηγηματικό πρόβλημα ανάμεσα στις σκηνές που θα άλλαζαν χρονική περίοδο είχα σκεφτεί να χρησιμοποιήσω χρονικά ρακόρ στο μοντάζ.
Άρχισα λοιπόν να την δουλεύω και όταν έφτασα σε μια ικανοποιητική ανάπτυξη την έβαλα μέσα σε ένα φάκελο και την έστειλα στο γραφείο δραματοποιημένου προγράμματος υπ΄ όψην Νίκου Φραγκούλη για τον διαγωνισμό ¨μικροφίλμ¨.


Για να είμαι ειλικρινής δεν περίμενα καμιά αντίδραση γιατί ζητούσαν scenario ενώ εγώ τους έστελνα μια σύντομη σύνοψη.

Το απόγευμα πήγαμε τα φώτα και τον γερανό πίσω που μας τα ζητήσανε και μετά το ρίξαμε στην ανάλυση.
Κάνοντας με τον Δημήτρη και την Μαρία έναν πρόχειρο απολογισμό βρήκαμε ότι γενικά κινούμασταν μέσα στο σχέδιο, αν εξαιρέσει κανείς τον καιρό που μας είχε ρίξει πίσω. Ακόμη, μπορεί να είχαμε ξοδέψει αρκετό φιλμ παραπάνω αλλά ήτανε και σκηνές που δεν τις είχαμε μέσα από την αρχή οπότε δικαιολογούμασταν. Αυτό που όμως μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση και το εκθείασα ήταν ότι το δίδυμο της παραγωγής είχε καταφέρει να προβλέψει και αντιμετωπίσει δυσκολίες που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσαν να έχουν ¨κρεμάσει¨ την ταινία. Ακόμη, είχα εντυπωσιαστεί από το γεγονός ότι μέχρι τότε την είχαν βγάλει με πενήντα χιλιάδες και αμέσως μου ζήτησαν χρήματα. Μου ζήτησαν χρήματα επειδή νόμιζαν ότι έχω. Δεν ήξεραν όμως ότι τα τελευταία τα είχα δώσει για να πάρω επιπλέον φιλμ. Γιατί είχα καταλάβει ότι χωρίς λεφτά κάνεις ταινία. Χωρίς φιλμ δεν κάνεις τίποτα.
Επίσης δεν είχα καταλάβει ότι η επόμενη ήταν 25 Μαρτίου. Ούτε εγώ, ούτε, από ότι φαίνεται, κανείς άλλος.


Όταν πήγα στο ραντεβού που είχαμε στην Λεωφόρο Νίκης έπαθα ένα μικρό σοκ. Τα άλλοτε όμορφα και χαρούμενα πρόσωπα των συνεργατών μου είχαν ελαφρός παραμορφωθεί και χλωμά όπως ήταν έμοιαζαν περισσότερο ήρωες από ταινία του Κάρπεντερ. Ο Δημήτρης ίσα που ψέλλισε ότι είναι 25 Μαρτίου και όλοι οι δρόμοι που μας ενδιέφεραν θα ήταν μπλοκαρισμένοι τις ώρες που θέλαμε.
Συμβούλιο γρήγορα, προτάσεις και η ιδέα να πάμε να τραβήξουμε μέσα στην παρέλαση τους έφτιαξε όλους. Έτσι, η σκηνή με την Άρτεμη να τρέχει ανάμεσα στα café της παραλιακής άλλαξε εν ριπή οφθαλμού. Το εγχείρημα ήταν πολύ δύσκολο. Θα έπρεπε κατ΄ αρχήν να παραπλανήσουμε τους αστυνομικούς που φιλούσαν την περιοχή με τους επίσημους. Η Μελίνα θα παρακολουθούσε τον Λουκά και μόλις αυτός έβγαινε μέσα στον δρόμο εκείνη θα έτρεχε κάθετα μπροστά του κόβοντας την ροή της παρέλασης και ίσως, αν όλα πήγαιναν καλά, χαλώντας την τάξη για λίγο. Η μηχανή στο χέρι του Λουκά έτρεμε αλλά ήμουν σίγουρος ότι θα τα κατάφερνε. Αν μας κυνηγούσαν θα έπρεπε να χωρίσουμε με προτεραιότητα την ασφάλεια της μηχανής που ο Λουκάς θα έδινε στον Δημήτρη για να την κρύψει.
Το μέρος ήτανε γεμάτο αστυνομία αλλά βρήκαμε ένα σημείο από όπου θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε την εξέδρα των επίσημων. Με πολύ κόπο περνώντας ανάμεσα από εκατοντάδες πολεμοχαρείς φτάσαμε δίπλα τους και πήραμε θέση ετοιμότητας.
Και η στιγμή ήρθε.
Έκανα σινιάλο στον Λουκά και πετάχτηκε στον δρόμο με την μηχανή στο χέρι και όλο το στράτευμα να έρχεται κατά πάνω του.
Μα η Μελίνα πουθενά. Αυτά τα δυο τρία δευτερόλεπτα που πέρασαν μου φάνηκαν σαν ώρες.
Αυτό που δεν υπολογίσαμε ήταν ότι η Μελίνα κοντούλα καθώς ήταν ακόμη και αν έβλεπε τον Λουκά δεν θα μπορούσε να περάσει εύκολα ανάμεσα από τόσο κόσμο.
Αλλά η Μελίνα είναι γάτα.
Πέρασε, με μια μικρή καθυστέρηση, σχεδόν από πάνω τους και αν εξαιρέσει κανείς ότι ο Λουκάς την έχασε στην αρχή το πλάνο βγήκε καλό.
Το ωραίο της ιστορίας είναι ότι κανένας από τους τόσους αστυνομικούς που υπήρχαν εκεί δεν κουνήθηκε ρούπι.
Βεβαίως δεν προκαλέσαμε την αναταραχή που υπολογίζαμε αλλά να μην  μας ρωτήσουνε ούτε τι κάνουμε;
Σκέτη απογοήτευση.
Ο υπόλοιπος κόσμος μας περίμενε σε ένα café για να συνεχίσουμε με την σκηνή της Άρτεμης που αποφεύγει τελευταία στιγμή την κοπέλα με τα αυγά (Κική). Αυτή η σκηνή παρ ότι απλή ήθελε προσοχή γιατί θα έπρεπε να κάνει έναν απότομο ελιγμό και να περάσει δίπλα της χωρίς να την ακουμπήσει. Λόγο της ημέρας αν γινόταν ατύχημα και σπάνανε τα αυγά ίσως να μην μπορούσαμε γρήγορα να βρούμε άλλα. Το γύρισμα ήταν στην πλατεία Ναυαρίνου και αποτελούνταν από ένα γενικό, ένα κοντινό της Μελίνας, ένα κοντινό της Κικής και το υποκειμενικό της Μελίνας να αποφεύγει τα αυγά. Κάναμε αρκετές πρόβες για το τελευταίο πλάνο και πήγαν όλα καλά.
Πολύ καλά και γρήγορα.
Και επειδή είχε μείνει αρκετός χρόνος μέχρι να σκοτεινιάσει πήγαμε και κάναμε και την 14 όπου η Μελίνα κάνει joking στην παραλία. Εδώ έβαλα μέσα και την αφεντιά μου ως ένας τύπος που την κοιτάει με ενδιαφέρον.
Τα γυρίσματα της επόμενης ήταν αρκετά γι΄ αυτό μαζέψαμε γρήγορα και πήγαμε για ύπνο.

Σιγά τα αυγά.











Τελικά δεν ¨άνοιξε μύτη¨.


Ο Πέτρος Μήτκας ως ¨πανταχού παρών¨.
Ο Δημήτρης είχε κάνει πρόγραμμα για τις 07:00 στην Άνω Πόλη. Η σκηνή 16 είχε την Άρτεμη να τρέχει στα στενά της περιοχής και έναν φωτογράφο (Πέτρος Μήτκας) ο οποίος ασχολείται με τον εξοπλισμό του. Σε κάθε πλάνο υπάρχει ο ίδιος άνθρωπος κάνοντας μια διαφορετική δουλειά την ώρα που η Άρτεμη περνάει δίπλα του. Με αυτόν τον τρόπο προσπάθησα να χαλάσω οποιαδήποτε αίσθηση ρεαλιστικού χρόνου υπήρχε μέχρι στιγμής στην αντίληψη του θεατή. 
Αρχίσαμε λοιπόν να στήνουμε για το πρώτο πλάνο και επειδή η ατμόσφαιρα ήταν πολύ χαρούμενη (γέλια, φωνές, ραδιοφωνάκι, κλπ) βγήκε κάποιος από το διπλανό σπίτι και άρχισε να μας διώχνει.
Σκεφτήκαμε ότι δεν ξεκινήσαμε καλά αλλά η συνέχεια ήταν διαφορετική. Συνεργαστήκαμε όλοι άψογα και τελειώσαμε κανονικά τρώγοντας τα ωραία μας σάντουιτς.
Μάλιστα, σχεδόν όλα τα πλάνα πήγαν δύο προς ένα γλιτώνοντας αρκετό φιλμ για την υπόλοιπη ταινία.

Τις επόμενες τρεις μέρες ο καιρός μας τα χάλασε πάλι. Βρήκαμε όμως χρόνο να πάμε στο πάρκο Φωκά και στο Luna Park για να δούμε τι θα χρειαζόμασταν για κάποιες ειδικές κατασκευές.


Το μεσημέρι της 30/3 μπήκαμε στο υπόγειο του Λουκά για να συνεχίσουμε με το πλάνο της γης που περιστρέφεται για τους τίτλους αρχής και βγήκαμε την επόμενη το βράδυ.

Η γη είναι φτιαγμένη από μπάλα
μπάσκετ και πλαστελίνη.
Η Χριστίνα Λάμπου (σκηνογράφος) είχε κατασκευάσει ένα μεγάλο μαύρο χαρτόνι με μικρές τρύπες για background και μπροστά δεξιά θα κρεμόταν η γη από μια πετονιά για να περιστρέφεται. Το μυστικό ήταν στο να υπάρχει ένα δυνατό φως που ¨παίζει¨ πίσω από το χαρτόνι για να δίνει την αίσθηση των αστεριών που τρεμοπαίζουν.
Και αυτό το πλάνο βγήκε εξαιρετικό.

Η γη σταματάει (σταματάει ο χρόνος)
και ο δάχτυλος του Δημήτρη καταδεικνύει
την περιοχή της δράσης.
Ακόμη, είχε φτιάξει και το κοντινό μέρος της γης με πλαστελίνη όπου ένα δάχτυλο θα έμπαινε μέσα στο πλάνο και θα προσγειωνόταν στην Θεσσαλονίκη για να ορίσω που διαδραματίζεται η ιστορία. Τελικά κατάλληλο δάχτυλο επιλέχθηκε του Δημήτρη και το τραβήξαμε.
Μετά κάναμε συμβούλιο και είδαμε ότι είχαμε πολύ λίγες σκηνές ακόμη, χαρήκαμε και το διαλύσαμε ορίζοντας ραντεβού για την επόμενη το πρωί στις 08:00 στο Πάρκο Φωκά για την 10.


Ο καινούριος μήνας ξεκινούσε με τις καλύτερες προϋποθέσεις.


Η σκηνή 10 λοιπόν ήταν επίσης απλή αλλά είχε ένα πλάνο που το ήθελα εναέριο. Ήταν αυτό που ο Βασίλης κυνηγάει την Άρτεμη παίζοντας στο πάρκο. Υπήρχε μέσα στις εγκαταστάσεις του μια κατασκευή με συρματόσχοινο την οποία παλιότερα χρησιμοποιούσαν τα παιδιά για να παίζουν. Σ΄ αυτήν την κατασκευή κρεμάσαμε ένα κάθισμα από αλεξίπτωτο πλαγιάς μέσα στο οποίο μπήκε ο Λουκάς με την κάμερα και μετά από καμιά εικοσαριά πρόβες με τα παιδιά να τον τραβάνε με το σχοινί για να συγχρονιστούμε, καταφέραμε να κάνουμε το πλάνο. Τα υπόλοιπα ήταν εύκολα και τελειώσαμε γρήγορα.




Τελικά δεν φαίνεται και πολύ εναέριο ε;



Η φωτογράφος πλατό Έλσα Παυλίδου
δεν δίστασε να ανέβει πάνω στο καπό του 2CV
για να βγάλει μια φωτογραφεία (την λακκούβα
στη λαμαρίνα δεν την έβγαλε).


Φτάσαμε στο Luna Park κατά της 14:00. Είχαμε να κάνουμε έξη πλάνα εκ των οποίων τα δύο χρειάζονταν ειδική στήριξη της μηχανής κοινός πατέντα.
Δεν το φοβόμασταν καθόλου. Ήμασταν ΕΙΔΙΚΟΙ στις πατέντες.

Ξεκινήσαμε με το δύσκολο που ήταν το πλάνο με το μεσαίο της Μελίνας και του Χρήστου πάνω στο τραινάκι. Αρχίσαμε να δένουμε την μηχανή πάνω στο αμαξάκι αλλά επειδή δεν ήταν εξοικειωμένοι με τις ταχύτητες αυτές ήθελαν να κάνουν τουλάχιστον μια βόλτα πριν.
Αλλά εγώ δεν ήθελα.
Έτσι το πλάνο τραβήχτηκε με απαράμιλλη ρεαλιστική ερμηνεία και των δύο.
Μετά πήγαμε στην μπαλαρίνα όπου συνέβησαν τα εξής κουφά.
«Τι μας βάζει και κάνουμε ο τρελός!»
Παρ΄ όλο ότι το Luna Park είχε κλείσει για να γίνει το γύρισμα με την ησυχία μας υπήρχε μέσα και περιπλανιόταν ένα γκρουπ από πιτσιρίκια μέχρι δέκα χρονών που τα συνόδευαν οι δάσκαλοί τους. Όταν τα πιτσιρίκια είδαν ότι η μπαλαρίνα λειτουργούσε άρχισαν να κλαίνε και ζητούσαν να ανέβουν. Ο Δημήτρης και η Ελένη τους εξήγησαν ότι γυρίζαμε ταινία και έπρεπε όλα να είναι ελεγχόμενα αλλά εκείνα επέμεναν. Τελικά με έπεισαν και εμένα ότι δεν θα υπήρχε πρόβλημα και τους άφησα να ανέβουν ανάμεσα στους υπόλοιπους κομπάρσους.
ΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!
Τα πρώτα πλάνα που τραβήξαμε ήταν κοντινά και κάναμε περίπου μισή ώρα. Τα πιτσιρίκια όμως σε αυτό τον χρόνο όχι απλώς είχαν χαρεί, όχι απλώς είχαν χορτάσει διασκέδαση με την μπαλαρίνα να ανεβοκατεβαίνει στον ξέφρενο ρυθμό της αλλά είχαν βαρεθεί και θέλανε να κατέβουν.
Έμενε όμως το γενικό και δεν ήταν δυνατόν να τα αφήσουμε να φύγουν για λόγους ρακόρ, επίσης, ο ήλιος έδυε και δεν θα προλαβαίναμε. Άσε που το φιλμ ήτανε λίγο και δεν ήθελα να ξανατραβήξουμε τα κοντινά.
Και τα ξανατραβήξαμε.

Το πλάνο αυτό το ¨χτυπήσαμε¨
εκτός σχεδίου και βγήκε πολύ ωραίο.
Η χαζομάρα μου ήταν ότι έπρεπε να κάνω πρώτα το γενικό να τελειώνω.
Το δεύτερο κουφό ήταν με το γενικό.
Θα τραβούσαμε πάνω από την ρόδα που θα μας ανέβαζε ψηλά και θα μας σταματούσε στο κατάλληλο σημείο. Σηκωθήκαμε, πήραμε θέση και ετοιμαστήκαμε να τραβήξουμε και τότε…. ο ήλιος χάθηκε. Γελάσαμε με τα καπρίτσια του (κρύφτηκε πίσω από ένα συννεφάκι) και είπαμε στους χειριστές της μπαλαρίνας και της ρόδας να περιμένουν λίγο. Και όλοι μαζί περιμέναμε και περιμέναμε. Και η ώρα περνούσε και το κολοσυννεφάκι δεν έλεγε να φύγει από την θέση του με τίποτα. Μετά από ένα τέταρτο γεμάτο κατάρες και ξόρκια και λίγο πριν δύσει, έφυγε.
Περιμέναμε, περιμέναμε…


Το τραβήξαμε ρισκάροντας να έχουμε πρόβλημα με τα χρώματα αλλά τελικά ο Λουκάς το είχε σώσει.
Και φύγαμε ψόφιοι στην κούραση αλλά… ¨γεμάτοι¨.





Είχε μπει ο Απρίλιος, ήμασταν στην δεύτερη μέρα του, δεκαπέντε μέρες έξω από το αρχικό πρόγραμμα και πηγαίναμε για το τελευταίο γύρισμα. Ήταν η σκηνή με την Άρτεμη και τον Βασίλη να περνούν μερικές όμορφες στιγμές στην τεχνητή λίμνη της Θέρμης έξω από την Θεσσαλονίκη και η ομάδα είχε τρομερό κέφι (γιατί άραγε;).
Η 20 αρχικά ήταν να γίνει σε ένα πολύ όμορφο δάσος στα Πετροκέρασα αλλά είχα δει πρόσφατα την λίμνη αυτή και μου άρεσε περισσότερο. Τα πλάνα που είχαμε ήταν: Η Μελίνα με τον Χρήστο κάνουν ποδήλατο, κάθονται και ταΐζουν τις πάπιες και κανένα κοντινό.
Έτσι και έγινε.

Μέχρι να ετοιμαστούμε τα παιδιά πέσανε με τα μούτρα στις πάπιες και τις ταΐσανε μέχρι σκασμού. Κάναμε το γενικό με τα ποδήλατα και μετά πήγαμε για το πλάνο με τις πάπιες.
Αλλά αυτές δεν τρώγανε με τίποτα.
Η Μελίνα τις πετούσε φαγητό αλλά αντί να έρχονται φεύγανε χιλιόμετρα.
Βρε καλές μου, βρε χρυσές μου…. Τίποτα, αυτές χιλιόμετρα μακριά.
Με όλα αυτά πιάσαμε μεσημέρι και πεινάσαμε εμείς. Φάγαμε τα υπέροχα σάντουιτς, ήπιαμε café και ξαναδοκιμάσαμε. Και ευτυχώς κάποιες λαίμαργες πλησίασαν (στην αρχή αδιάφορα αλλά μετά…) και κάναμε τα πλάνα.

Το τελευταίο STOP έδωσε το σύνθημα για τρικούβερτα γλέντια. Τι χειροκροτήματα, τι αγκαλιές, φιλιά.
Ήταν πολύ συγκινητικό. Ήξερα ότι κάποιους από αυτούς θα έκανα αρκετό καιρό να τους ξαναδώ και ήθελα να τους κρατήσω μέσα στην αγκαλιά μου λίγο παραπάνω. Ανοίξανε και οι τελευταίες μπύρες για να πάνε όλα καλά στην συνέχεια και μαζέψαμε για να γυρίσουμε.

Ακόμα όμως δεν μπορώ να καταλάβω πως είχαμε μεταφέρει τα ποδήλατα. Κανείς δεν ήξερε, κανείς δεν είχε δει τίποτα.

Μήπως θυμάται κανείς
πως ήρθαν τα ποδήλατα;
Μου φαίνεται ότι ήταν από εκείνα τα αστειάκια που κάνουμε κατά καιρούς μεταξύ μας.
Αλλά να πάρει η ευχή, πραγματικά δεν χωρούσαν πουθενά.

Τα εικοσιπέντε χιλιόμετρα ποδηλασίας όμως δεν ήταν τίποτα μπροστά στο ταξίδι που είχε μόλις τελειώσει.

Καβαλήσαμε με τον Έτζο και φύγαμε.
Το ίδιο απόγευμα πήγα στην N΄ORASIS και φιλμάραμε τα πλάνα που χρειαζόμουνα από την ταινία του Αρσένη. Ο Δημήτρης Σταμπολής έκανε ακόμη μια φορά το θαύμα του.

Ο Δημήτρης Ναζίρης.










Ο Γιάννης Μόχλας












Τελικός απολογισμός (ξεφύγαμε λίγο).

Ημέρες γυρισμάτων: 18 (από 4/3/99 έως 2/4/99)
Film: 6 κουτιά KODAK (60΄περίπου)
Σκηνές:
Μέρα / Εξωτερικές: 17
Μέρα / Εσωτερικές: 12
Νύχτα / Εξωτερικές: 1
Νύχτα / Εσωτερικές: 2

Σύνολο 32 (μία πετάχτηκε και μπήκαν δύο καινούριες).
Πλάνα που γυρίστηκαν: 128
Γαλλικός Καφές: 7 κιλά.
Σάντουιτς που καταναλώθηκαν: 325


Το μεσημέρι του Σαββάτου 3 Απριλίου έφτιαξα την αγαπημένη μου μακαρονάδα για μένα και τον Έτζο. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο γύρω στις 14:00 συζητούσαμε για όλα αυτά που περάσαμε. Στην άλλη γραμμή η άγνωστη φωνή μου συστήθηκε ως υπεύθυνος για το πρόγραμμα ¨μικροφιλμ¨ της ΕΡΤ.
Ήταν ο Νίκος Φραγκούλης. Άρχισε να περιγράφει την πρόταση που του είχα στείλει με τα πιο φωτεινά χρώματα.
Η τελευταία μπουκιά βάλθηκε να χορεύει σέικ στον οισοφάγο μου.
Ήταν δώρο θεού επειδή είχα φερθεί τόσο καλά στους συνεργάτες μου, ή μήπως ήταν μια από τις γνωστές πλακίτσες τους;
Ήταν αλήθεια και μιλούσε για την ιδέα μου. Αλλά ήθελε πλήρες scenario και το ήθελε τώρα. Του απάντησα ότι αυτό ήταν αδύνατον και επέμενε. Στο τέλος μου είπε να το σκεφτώ λίγο και να του απαντήσω αργότερα, θα μου έδινε μάλιστα και μια παράταση πέντε ημερών μια και η διορία είχε τυπικά λήξει.
Συζητήσαμε με τον Έτζο και καταλήξαμε ότι έπρεπε να βρούμε κάποιον που να μπορεί να γράψει γρήγορα. Στο μυαλό μας ήρθε αυτός που παραδεχόμασταν ως πιο επαγγελματία σεναριογράφο. Ο δάσκαλός μας από την Παράλλαξη Τάσος Αποστολίδης. Ο Τάσος είχε γράψει αρκετά σενάρια και αν πίστευε έστω και λίγο στην υπόθεση θα μας έδινε ένα τουλάχιστον αξιοπρεπή  scenario.
Στον Τάσο η ιδέα άρεσε, γκρίνιαξε λίγο για τις ελάχιστες μέρες που είχε στην διάθεσή του αλλά τελικά το έγραψε.
Όταν το διάβασα μου ήρθε να βάλω τα κλάματα. Ήταν ένα πολύ όμορφο σενάριο που είχε όλα τα δραματουργικά στοιχεία που χρειαζόταν για να γίνει μια επιτυχημένη ταινία μικρού μήκους (κατά την άποψή μου).
Για τον ρόλο του Άντρα σκεφτόμουνα τον Σπύρο Παπαδόπουλο, για της γυναίκας την Εβελίνα Παπούλια.
Την Τρίτη έληγε η παράταση και το ταχυδρόμησα για να έχει επάνω τη σφραγίδα. Όταν τηλεφώνησα στον Νίκο Φραγκούλη μου είπε ότι χαιρόταν πολύ που πρόλαβα και ότι θα το διάβαζε με προσοχή.


Την Πέμπτη κατέβηκα στην Αθήνα με αυτοπεποίθηση και το φιλμ παραμάσχαλα για εμφάνιση. Για καλή μου τύχη τότε η Λία εργαζόταν στην Αθήνα και θα με φιλοξενούσε. 
Πήγα στην cinemagic, άφησα το φιλμ στην υποδοχή, συνεννοήθηκα για τις τιμές και τον τρόπο πληρωμής και έφυγα. Το φιλμ θα εμφανιζόταν μετά μια εβδομάδα, το είχε αναλάβει προσωπικά ο Νίκος Κατούφας. Μετά, πήγα μια βόλτα από την ΕΡΤ να γνωρίσω τον Νίκο που με είχε καλέσει. Το κλίμα στο γραφείο ήταν πολύ φιλικό.
-Α! είσαι από την Κρήτη.
-Ναι, από το Ηράκλειο.
-Α, το Ηράκλειο… Βγάζει ωραία παιδιά η Κρήτη.
Ήπιαμε τις πορτοκαλάδες μας, είπαμε και για τον καιρό που άρχισε να ζεσταίνει, κουβέντα για το γιατί με φώναξε, τι έγινε με το σενάριο, κλπ, δεν έγινε και έφυγα.

Τα αποτελέσματα του ¨μικροφίλμ¨ θα βγαίνανε δυο – τρεις μήνες αργότερα.
Ήταν μια εβδομάδα αγωνίας και υπερέντασης. Δεν χωρούσα πουθενά.
Αλλά πέρασαν.

Στην αναμονή της cinemagic το κλίμα ήταν ενδιαφέρον. Μαζί με εμένα περίμεναν και άλλοι με την ίδια αγωνία. Γνώρισα μάλιστα και μια κοπέλα (Κατερίνα Μαραγκουδάκη) που αργότερα διαπίστωσα ότι ήταν μια από τις καλύτερες διευθύντριες φωτογραφίας.

Οι κοπέλες στην reception κάνανε την δουλειά τους σωστά και όταν ήρθε η σειρά μου ο Νίκος είπε ότι όλα πήγαν καλά. Του ζήτησα να το περάσουμε σε video γιατί είχα αποφασίσει για οικονομικούς λόγους να κάνω το μοντάζ σε computer και με πέρασε μέσα από ένα σύμπλεγμα διαδρόμων, αρκετά δύσκολο να βρω τον δρόμο μόνος μου, καταλήγοντας σε έναν χώρο όπου θα γινόταν το telecine. Κάθισα σε κάτι που έμοιαζε με σκαμπό και περίμενα τον τεχνικό να έρθει.
Δεν ήταν σκαμπό.

Μετά από κανένα μισάωρο εμφανίστηκε κάποιος (δεν το κάνω από τακτ αλλά πραγματικά δεν θυμάμαι το όνομά του) που είχε πάρα πολύ όρεξη να δουλέψει. Ήθελε να επέμβει δημιουργικά σε ότι έβρισκε μπροστά του. Θεώρησε λοιπόν καλό, την ώρα του telecine να παίξει με όλους τους πιθανούς συνδυασμούς χρωμάτων που του έδινε το μηχάνημα που χειριζόταν.
Και του έδινε πολλούς.
Αυτό που ήθελα όμως ήταν ένα απλό telecine, να πάρει η ευχή, με όλα τα λάθη που θα είχε το αρνητικό, ΧΩΡΙΣ ΚΑΜΙΑ ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΔΙΟΡΘΩΣΗ.
-Εδώ να του βάλουμε λίγο κοκκινάκι που του θέλει;
-Σε παρακαλώ μην το βάλεις τίποτα, άστο όπως είναι.
-Μα δεν γίνεται να το αφήσω έτσι, θέλει κοκκινάκι.
Τελικά και κοκκινάκι έβαλε και πρασινάκι και το μπλε διόρθωσε και εγώ μετά δεν ήξερα τι ήταν αληθινό και τι η ¨δημιουργική¨ του παρέμβαση.
Σε σχέση με τα όσα όμως ακολούθησαν αυτό δεν ήταν τίποτα.
Έβλεπα τα πλάνα να περνάν το ένα μετά το άλλο με την σειρά που τα τραβήξαμε και είχα δακρύσει από χαρά που είχα το υλικό που ήθελα για να φτιάξω την ιστορία μου όταν….
-Αυτό, αυτό τι είναι; ΣΤΑΜΑΤΑΤΟ.
-Α! ωραίο. Πετυχημένο.
-Τι πετυχημένο; Αυτό γιατί είναι έτσι;
-Day for night. Ωραίο.
Ήρθε και ο Κατούφας, ήρθαν και άλλοι τεχνικοί και βγήκε το πόρισμα.
Κάποιες σκηνές είχαν τραβηχτεί με λάθος φίλτρο και φαινόταν σαν να ήταν νύχτα γυρισμένες.

Ήταν οι δύο σκηνές που είχα βάλει εκ των υστέρων στην ταινία α)με τον Barry στην Ν. Κρήνη και β)στα Λαδάδικα.. Η σκηνή μπροστά στο Ολύμπιον ήταν και αυτή άχρηστη εξ΄ αιτίας κακής κίνησης της μηχανής (το 2CV τελικά δεν είναι πάντα το καλύτερο traveling).
Εκείνο το απόγευμα έβρεξε πολύ. Ή μάλλον δεν έβρεξε απλώς αλλά άνοιξαν οι ουρανοί. Τέτοια καταιγίδα έλεγαν ότι είχε καιρό να κάνει. Έτσι αποφάσισα να φύγω την επόμενη και τα νεύρα μου είχαν περάσει.
Νωρίς το πρωί πήγα στη ICON και ξαναείδα το υλικό με την ησυχία μου. Και ξανανευρίασα.

Αποφάσισα τότε ότι μια λύση θα ήταν να ξανατραβήξω αυτές τις σκηνές μαζί με κάποιες άλλες που είχαν μικροπροβλήματα. Το θέμα όμως ήταν ότι το ταμείον ήταν μείον και όλη αυτή η ιστορία θα μου στοίχιζε ένα κάρο λεφτά. Για να δανειστώ κι άλλα δεν υπήρχε περίπτωση. Θα έπρεπε να βρω κάποιον ο οποίος να πιστέψει πολύ σ΄ αυτήν την δουλειά, ή θα έπρεπε να κάνει αυτήν την δουλειά, να χρηματοδοτεί δηλαδή νέους δημιουργούς που ασχολούνται με τον κινηματογράφο και δουλεύουν σ΄ αυτόν για να βελτιώσουν την γλώσσα τους ώστε μια μέρα να φτιάχνουν ταινίες που επικοινωνούν επιτυχημένα με το κοινό. Ένα χρηματοδοτικό σύστημα που διαχειρίζεται λεφτά του κράτους προκειμένου να υποστηρίζει την εγχώρια παραγωγή σε όλα τα επίπεδα.

Σκέφτηκα λοιπόν ότι η πιο κατάλληλη πόρτα που είχα να χτυπήσω ήταν του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Όσο μάλιστα το σκεφτόμουν τόσο πιο πολύ κατέληγα στην ιδέα ότι θα με βοηθούσαν δεδομένης της φάσης που βρισκόταν η ταινία. Ήξερα ότι για να σου εμπιστευθεί κάποιος τα λεφτουδάκια του θα πρέπει να πιστεύεις πάρα πολύ στην ιδέα σου. Τουλάχιστον δηλαδή να είναι σίγουρος ότι θα κάνεις ταινία και δεν θα πας να τα παίξεις στο καζίνο.
Είχα λοιπόν μεγάλο πλεονέκτημα.
Όχι απλώς πίστευα στην ταινία αλλά την είχα ξεκινήσει κι΄ όλας, είχα κάνει τα γυρίσματα που είναι και το πιο δύσκολο κομμάτι και απλώς ήθελα λίγα χρήματα για να συνεχίσω. Συγχρόνως το βιογραφικό μου βεβαίωνε, κατά κάποιο τρόπο, ότι είχα προηγούμενη εμπειρία οπότε η ταινία θα τελείωνε σίγουρα.
Σήκωσα λοιπόν το τηλέφωνο και μίλησα με την κ. Μιχαλοπούλου η οποία με παρέπεμψε στο διοικητικό συμβούλιο.

Αυτή είναι η επιστολή που τους έστειλα την επόμενη μέρα.

Πρόταση για χρηματοδότηση ταινίας μικρού
μήκους του Μάνου Παπαδάκη.

Υπ΄όψην Δ.Σ.

Φίλοι μου.
Από τις πρώτες μέρες του ΄99 ξεκίνησα τα γυρίσματα της μικρού μήκους ταινίας μου και πριν από λίγες μέρες τελείωσα το 90% (έμειναν οι τίτλοι). Το υλικό αυτό εμφανίστηκε στη CINEMAGIC στις 15/4 και την επόμενη έγινε το telecine. Επειδή είναι η πρώτη φορά που δουλεύω πάνω σε film (16mm) κάναμε λάθη. Το αποτέλεσμα είναι να πρέπει να ξαναγυρίσουμε δύο σκηνές (4 stop κάτω), κάποια πλάνα που είναι καμένα και κάποια άλλα που βινιετάρει ο φακός.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν τα χρήματα που απαιτούνται για να μπορέσω να συνεχίσω και σ΄αυτό ακριβώς είναι που ζητώ τη βοήθειά σας.
Στο φάκελο που παραλάβατε υπάρχουν: α) η επιστολή που κρατάτε, β) η βιντεοκασέτα με το telecine, γ) το σενάριο, δ) ο προϋπολογισμός για το υπόλοιπο των εργασιών που  πρέπει να γίνουν για την ολοκλήρωση της ταινίας και ε) το βιογραφικό μου.

Η ταινία προορίζεται για το φεστιβάλ Δράμας και άλλα του εξωτερικού. Ο ήχος περιλαμβάνει πρωτότυπη μουσική, διάλογο (voice off) και effe.
Τέλος ζητώ την κατανόησή σας σε περίπτωση που η πρόταση δεν είναι όπως πρέπει, εάν χρειάζεστε περισσότερα στοιχεία παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μου στα: 031-325966, 097-593267.

Με τιμή
Μάνος Παπαδάκης

Ήμουν πολύ χαρούμενος που είχα αυτήν την ιδέα. Λες και περίμεναν πως και πώς να τους ζητήσω την βοήθειά τους και εκείνοι, ανταποδοτικά για την τιμή που τους έκανα, μου είχαν δώσει τα λεφτά που ζητούσα, λεφτά για transfer σε 35mm και για DOLBY.
ΚΑΙ επειδή πίστευαν ότι είμαι ο ανερχόμενος Gotar μου είχαν δώσει και μια υποτροφία για να πάω να σπουδάσω στην Πράγα.

Πολύ καιρό αργότερα ήρθε μια επιστολή από το ΕΚΚ μέσω της οποίας μου ανακοίνωναν ότι δεν είχαν χρήματα αυτόν τον καιρό, και τέλος.  

Όταν ξαναείδα το υλικό της ταινίας διαπίστωσα ότι δεν ήταν και τόσο δραματικά τα πράγματα. Μπορεί βέβαια να είχαμε κουραστεί πολύ για κάνουμε αυτές τις σκηνές αλλά η ιστορία δεν άλλαζε άμα δεν υπήρχαν μέσα. Το πρόβλημα θα ήτανε μόνο στο εύρημα με τον κόσμο που ακολουθεί την Άρτεμη.

Το είδα λοιπόν ξανά και ξανά και κατέληξα στο να αλλάξω λίγο την σειρά των σκηνών.
Αργότερα κατάλαβα και τι είχε γίνει με το γύρισμα.
Δεν ήταν λάθος του Λουκά ή του Πέτρου. Είχα δει μάλιστα πολλές φορές και τους δυο να παίρνουν ενδείξεις ξανά και ξανά με τα φωτόμετρά τους κάνοντας όλους τους υπολογισμούς που χρειαζότανε για να μην δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα. Κάποιες φορές όμως αναγκαστήκαμε να τραβήξουμε με κάποια άλλα φίλτρα που μας είχαν δώσει διαβεβαιώνοντάς μας ότι ήταν τα ίδια με αυτά που χρησιμοποιούσαμε.
Αλλά δεν ήταν.

Την επόμενη μέρα μου τηλεφώνησαν να πάρω το 7 ΜΕΡΕΣ TV που είχε γράψει κάτι για μας.


Ήταν μια αναφορά στην ταινία και το πώς φτιαχνότανε από μια ανερχόμενη δημοσιογράφο της πόλης, την Κλεοπάτρα Πατλάκη.













Και χάρηκα.

Λίγες μέρες αργότερα ο αγγελιοφόρος έγραψε ένα άρθρο για τις ταινίες που γυρίζονταν στην πόλη και είχε μια εξαιρετική αναφορά στα ¨όνειρα γλυκά του κουταλιού¨.



Το άρθρο είχε και μια μεγάλη φωτογραφία με τον Λουκά κατά την διάρκεια κινηματογράφησης της σκηνής 7. Το είχε γράψει ο Τάσος Ρέτζιος, ο ένας από τους ιδρυτές της ¨Παράλλαξης¨.







Την 22 Απριλίου ξεκίνησα το μοντάζ της ταινίας και τελείωσα με την εικόνα και τους διάλογους την 21 Μαΐου. Ήταν μια από τις περιόδους με την περισσότερη δουλειά που έχει πέσει ποτέ στην ICON. Λες και το σύμπαν ολόκληρο συνωμοτούσε για να μην γίνει η ταινία, ερχόντουσαν όλοι και ζητούσαν να μοντάρουν τις δουλειές τους εκεί.
Και εγώ πήγαινα frame, frame.
Μόλις έφευγε ο ένας πελάτης κολλούσα ένα πλάνο και ερχόταν ο άλλος και μόλις έφευγε και ο άλλος καθόμουν ξημερώματα και έτσι, σιγά, σιγά την προχώρησα. Γενικά μπορώ να πω ότι η ταινία έγινε νύχτα (αργότερα κατάλαβα γιατί βγήκε η σχετική ρήση).
Με το πρώτο μοντάζ επιβεβαιώθηκε η αρχική μου σκέψη για τις σκηνές που είχαν χαλάσει. Η ταινία ¨στεκόταν¨ και χωρίς αυτές.

Ο πρώτος άνθρωπος που είδε την ταινία σχετικά τελειωμένη ήταν ο Δημήτρης (ICON). Συζητήσαμε αρκετά για το τι ήθελα να κάνω και αν τελικά το είχα πετύχει. Ήταν πολύ διακριτικός και ευγενικός μαζί μου (πράγμα που δεν κράτησε πολύ). Είχε βρει ότι υπήρχε πολύς μονόλογος και επειδή ήταν και λίγο ¨τσιριχτός¨ τον είχε ενοχλήσει. Μου ζήτησε λοιπόν να βρω έναν τρόπο να μπαινοβγαίνει ο λόγος της Άρτεμης έτσι ώστε να γίνει πιο light η κατάσταση. Ήξερα ότι είχε δίκιο γιατί το ίδιο με είχε ενοχλήσει και εμένα όταν την έβλεπα και ξανάβλεπα στο μοντάζ αλλά έπρεπε να δω πως θα λειτουργούσε στον θεατή αυτή η αντιπαράθεση μεταξύ ήχου και εικόνας (την ακούμε να περιγράφει τη σχέση με τα μελανότερα χρώματα ενώ τους βλέπουμε στις καλύτερες στιγμές τους).

Για να προλάβω την ημερομηνία αίτησης συμμετοχής του festival Δράμας την έβαλα έτσι σε μια βιντεοκασέτα και την έστειλα με τα υπόλοιπα χαρτιά. Η ταινία πέρασε στο πληροφοριακό τμήμα που για μένα ισοδυναμούσε με ¨καλή είναι αλλά….¨. Το στομάχι μου σφίχτηκε, ξεσφίχτηκε, δεν μιλιόμουν για λίγες μέρες αλλά έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Όταν έχεις να κάνεις με κριτική επιτροπή είναι πιθανό να βρούνε το έργο σου μπαρούφα.
Τέλος πάντων.

Χρειαζόμουν μια δυνατή μουσική και επειδή εκείνη την περίοδο άκουγα όλη μέρα Active Member, είπα να δοκιμάσω μήπως τους ενδιέφερε. Βρήκα το νούμερό τους από την δισκογραφική τους και πήρα.

Ο Μιχάλης Μυτακίδης σήκωσε το τηλέφωνο και με άκουσε με προσοχή. Στο τέλος μου είπε ότι τον ενδιαφέρει. Με την ευκαιρία μάλιστα του καινούριου τους δίσκου θα μου έδιναν ένα, δυο τραγούδια, αν ταιριάζανε. Μου ζήτησε και του έστειλα μια κασέτα με το πρώτο μοντάζ για να πάρει μια ιδέα και μου απάντησε μια εβδομάδα μετά ότι θα γράψει μουσική ειδικά για την ταινία! Περιττό να πω ότι η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει. Του εξήγησα ότι για να προλάβω τις ημερομηνίες υποβολής για το festival Δράμας θα έπρεπε σε δεκαπέντε μέρες να έχω την μουσική και μου ζήτησε να του τηλεφωνήσω μια εβδομάδα μετά για να μου βάλει να ακούσω (από το τηλέφωνο) τι είχαν κάνει.

Μέσα στην εβδομάδα που πέρασε εγώ προχώρησα την ταινία βάζοντάς της τα ¨σύγχρονα¨ στον ήχο και ότι άλλο χρειαζόταν για να λείπει μόνο η μουσική.

Όταν ήρθε η ώρα δεν έβρισκα τον Μιχάλη πουθενά.
Έπαιρνα και ξανάπαιρνα αλλά τίποτα.
Έλειπε, είχε περάσει για λίγο αλλά ξαναέφυγε, πήγε για μια δουλειά, είναι στην δισκογραφική, κατουράει κλπ, κλπ.
Εμένα άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια και έψαξα να βρω κάποιον που να μου κάνει μια πρόταση με έτοιμα κομμάτια. Βρήκα λοιπόν έναν φίλο του Χρήστου (Πέτρος Κούντος) ο οποίος ως D.J. ήξερε απ΄ έξω και ανακατωτά το είδος της μουσικής που ήθελα. Του έδωσα την ταινία όπως την είχα και επέστρεψε τρεις μέρες μετά με μια συλλογή από πέντε κομμάτια που τα είχε πειράξει κατάλληλα, ώστε να ταιριάζουν με τον ρυθμό της ταινίας και να φτιάχνουν ατμόσφαιρα.
Το ένα ήταν καλύτερο από το άλλο δείχνοντας ότι ο τύπος είχε μπει για τα καλά στο νόημα της ιστορίας.
Είχα όμως και τύψεις. Τύψεις από αυτές που σε πιάνουνε όταν έχεις βάλει κόσμο να δουλέψει και πιθανόν την δουλειά τους δεν θα την χρησιμοποιήσεις ποτέ.
Και συνέχισα να τηλεφωνώ στον Μιχάλη.
Μάταια.

Όταν είδα ότι δεν υπήρχε φως μαζί του έπιασα και πέρασα την μουσική του Πέτρου πάνω στην ταινία.
Και έδεσε τέλεια, όπως το είχα φανταστεί.

Μετά από τέσσερις μέρες και πολύ κοντά στην ημέρα που θα κατέβαινα στην Αθήνα για να κόψουμε το αρνητικό και να γίνει η κόπια προβολής βρήκα τον Μιχάλη στο τηλέφωνο.
-Ναι, ναι βέβαια θυμάμαι….. ο Θεσσαλονικιός με την ταινία. Άμα σου πω τι πάθαμε.
-Τι ρε Μιχάλη;
-Πήραμε φωτιά! Ναι, κουφό ε; Αλλά πήρε φωτιά το studio και πάθαμε μεγάλη ζημιά. Τώρα προσπαθούμε να ξαναστήσουμε.
-….
-Κοίτα, αισθάνομαι άσχημα που σε πήρα και στον λαιμό μου… 
Και εγώ αισθανόμουνα άσχημα με τις βλακείες που μου έλεγε, αλλά του είπα καλή επιτυχία στο καινούριο τους CD (πρέπει να ήτανε το ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ) και έκλεισα.

Την τελευταία φορά που πήγα στην Αθήνα είχα περάσει και μια βόλτα από το studio του Μανόλη Σακαδάκη για να δω τι θα γίνει με τους τίτλους. Είχα μια ιδέα που χρειαζόταν εξελιγμένη τεχνική και όλοι μου είχαν υποδείξει αυτόν για την πραγματοποίησή της. Συζητήσαμε για κανένα τέταρτο και καταλήξαμε σε μια τιμή που ήταν αδύνατον να πληρώσω. Η εναλλακτική και φτηνή λύση θα ήταν απλοί τίτλοι (άσπρα γράμματα σε μαύρο φόντο) που δεν ήθελα με τίποτα.

Παλιότερα η ICON είχε φτιάξει ένα σύστημα με το οποίο περνούσαν την video εικόνα σε film 35mm για διαφημιστικά. Αργότερα προσανατολίστηκαν σε δουλειές εξ ολοκλήρου σε video και το σύστημα βγήκε στην αχρηστία. Ζήτησα λοιπόν από τον Δημήτρη Μουρτζόπουλο να με βοηθήσει να φτιάξω τους τίτλους αρχής εκεί. Μου εξήγησε τι ακριβώς έπρεπε να κάνω εγώ και εκείνος ετοίμασε το σύστημα. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχαμε μηχανή που να γράφει καρέ, καρέ στα 16mm.
Στο τέταρτο τηλεφώνημα βρέθηκε.
Δανείστηκα μία από τον δάσκαλό μου στην Παράλλαξη Δημήτρη Καραθανάση. Μία ρώσικη BOLLEX που τραβούσε καρέ, καρέ αλλά έπρεπε να την βάλω χέρι. Κατασκεύασα λοιπόν έναν μηχανισμό ο οποίος να  την ενεργοποιεί με τηλεχειριστήριο σαν φωτογραφική μηχανή και τότε ανακάλυψα ότι δεν έχω film…. Στο ψυγείο όμως του Δημήτρη Σταμπολή (N΄ORASIS) πάντα υπάρχει ένα μικρό καρουλάκι για ξεχασμένους.
Και ξεκίνησα.

Έπρεπε να τραβήξω 720 φωτογραφίες για τίτλους αρχής και 1100 για τέλους. Η δουλειά άρχισε στις 21:00 της Τρίτης 29 Ιουνίου.
Τελείωσα στις 06:15 τα ξημερώματα της επόμενης. Επί 9 ώρες συνεχόμενα, πατούσα ένα διακόπτη!!!
Στις 08:30 έφευγα για την Αθήνα.

Αν ήθελα να μην έχω πρόβλημα με τις ημερομηνίες της Δράμας θα έπρεπε να βιαστώ πολύ.
Κατέβηκα από το τραίνο και πήγα κατ΄ ευθείαν στην Cinemagik για να εμφανίσουν τους τίτλους, να περάσουν σε περφορέ τον ήχο και να συνεννοηθώ τα περί κοπής αρνητικού. Δεν υπήρχε όμως διαθέσιμος τεχνικός και άρχισα πάλι τα τηλεφωνήματα.
Εκείνον τον καιρό είχε βγει από το νοσοκομείο ο Βαγγέλης Γούσιας μετά από επέμβαση καρδιάς και για καλή μου τύχη ένιωθε πολύ καλά. Δέχτηκε αμέσως να ¨κόψει¨ την ταινία και δώσαμε ραντεβού την ίδια μέρα για τις λεπτομέρειες.
Ο Βαγγέλης δούλεψε γρήγορα και σωστά. Διόρθωσε και μερικά λάθη που είχα κάνει στην cut list και μου την παρέδωσε για να τυπωθεί.
Μια εβδομάδα μετά ήταν έτοιμα όλα. Η κόπια εργασίας της ταινίας, των τίτλων και ο ήχος. Τα πήρα και έφυγα βιαστικά για την Ιωάννα Σπυροπούλου όπου θα κολλούσαμε τίτλους και θα κάναμε τον συγχρονισμό του ήχου αν είχε ¨φύγει¨ καθόλου.
Αλλά εκεί δεν ήταν κανείς.

Την έψαξα στο τηλέφωνο αλλά και πάλι δεν την βρήκα. Οι μέρες περνούσαν και αποφάσισα να την κάνω μόνος παρ΄ ότι δεν είχα ιδέα πως. Πρώτα απ΄ όλα έπρεπε να βρω μουβιόλα 16mm διαθέσιμη.
Δεν υπήρχε όμως πουθενά.
Ήταν η χειρότερη περίοδος γιατί όλοι δουλεύανε ταινίες για την Δράμα.
Δράμα η κατάσταση.

Κάποιος μου μίλησε τότε για την σχολή κινηματογράφου Σταυράκου.
Βρήκα το τηλέφωνο και πήγα από εκεί.
Ο νεαρός στην είσοδο των εργαστηρίων ήταν πολύ ευγενικός.
-Την έχεις ξαναδουλέψει;
-Ε... βέβαια.
-Εδώ θέλει λίγη προσοχή γιατί οι ιμάντες….
-Ξέρω, ξέρω.
-Μήπως θέλεις να καθίσω εδώ αν χρειαστείς τίποτα…
-Όχι, όχι. Μόνο cores αν έχεις…
-Να εδώ.

Και άρχισα να δουλεύω. Δεν το είχα ξανακάνει γι΄ αυτό μου πήρε αρκετή ώρα να μάθω τα κουμπιά της.
Αλλά δεν τα έμαθα.
Γενικά πήγαινα πολύ αργά. Κατάφερα όμως, πριν ο ευγενικός νεαρός μου αναγγείλει για τρίτη φορά ότι τελείωσε ο χρόνος μου, να κολλήσω τους τίτλους. Είχα καταφέρει ακόμη να εντοπίσω και μια μικρή ολίσθηση στον ήχο.
-Τουλάχιστον να κάνω ένα τηλέφωνο;
-Να κάνεις και να φύγεις γιατί θέλω να πάω και σπίτι μου.

Η Ιωάννα σήκωσε το τηλέφωνο και με βρήκε υπερβολικά χαρούμενο που την πέτυχα εκεί. Χάρηκε και εκείνη.
Την επόμενη το πρωί πίναμε καφέ και συζητούσαμε για το τι πρόβλημα έχει η ταινία.
-Φεύγει ο ήχος.
-Σε computer την έκανες;
-Ναι.
-ΟΚ. Γνωστό το πρόβλημα.
Και την έφτιαξε. Στο ΠΙ και ΦΙ.
Τα μάζεψα και την ξαναπήγα στον Βαγγέλη που την είχε έτοιμη πέντε μέρες μετά.
Με όλα αυτά όμως είχα φτάσει δυο μέρες πριν την προθεσμία. Τα πήγα όλα στην Cinemagic και την επόμενη το πρωί έστειλα fax για να βιαστούνε.

Και βιαστήκανε.
Η ταινία θα ήταν έτοιμη το πρωί της ημέρας που έληγε η προθεσμία αλλά έπρεπε να πάω να την δω για να βεβαιώσω το άρτιο αποτέλεσμα (έτσι την χαρακτήρισαν ¨άρτια¨).

Το ραντεβού κλείστηκε για τις 06:00.
Εγώ ήμουν εκεί στις 05:30.
Με υποδέχθηκε ο Νίκος και με έβαλε να καθίσω σε μια σμίκρυνση κινηματογραφικής αίθουσας που μύριζε ακόμα Φίνος. Πέρασε την ταινία στην μηχανή και …. φαινότανε να έχει δεκάδες προβλήματα.
Ο Νίκος δίπλα μου μονολογούσε «άστο αυτό είναι από την προβολή, άστο αυτό είναι από την προβολή, άστο αυτό είναι από την προβολή….»
Υπήρξε όμως κάτι στον ήχο που δεν μου άρεσε καθόλου.
-Άστο αυτό είναι από την προβολή.
-Σίγουρα;
-Σίγουρα.
Και δεν ήταν.
Η κόπια έφυγε για το festival αλλά ο Νίκος ανέλαβε την ευθύνη να τυπώσει μια καινούρια ώστε να την αλλάζαμε πριν την προβολή της στην αίθουσα.  
Είχε έρθει η ώρα του λογιστηρίου. Μου είπανε να ανέβω επάνω και ξεκίνησα. Πέρασα μέσα από τον γνωστό λαβύρινθο και αφού χάθηκα δυο, τρεις φορές, ρώτησα έναν ρακένδυτο περαστικό με μακριά γένια. Μου απάντησε ότι είχε πάει εκεί τον προηγούμενο μήνα για να πληρώσει και από τότε έψαχνε και αυτός τρόπο για να φτάσει στο λογιστήριο.

Δεν ξανάκουσα τίποτα γι΄ αυτόν.
Τελικά, βρήκα μια κοπέλα με μια πυξίδα στα χέρια και έναν πρόχειρο χάρτη που με βοήθησε να φτάσω.
Οι εντολές που είχανε ήταν ξεκάθαρες.
-Δεν φεύγει τίποτα από δω μέσα αν δεν έχει πρώτα εξοφληθεί.
Αλλά επειδή -ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος-, τους άφησα την καλή μου πρόθεση ότι θα πληρώνω με δόσεις για τους επόμενους τρεις μήνες και έφυγα με ελαφριά πηδηματάκια.

Από την Cinemagic έχω καλές εντυπώσεις. Για ακόμη μια φορά η προσωπική μου εμπειρία ήρθε σε πλήρη αντίθεση με όσα είχα ακούσει. Κανένας δεν μου ήπιε το ¨αίμα¨, αντίθετα μάλιστα συνάντησα ένα θετικό κλίμα, παρά την δύσκολη περίοδο και μια διάθεση να βοηθήσουν την κατάσταση.
Η ταινία είχε τελειώσει και τα πράγματα είχαν πάρει τον δρόμο τους. Αυτό που έμενε ήταν να προβληθεί στη Δράμα και να δω τις αντιδράσεις.
Ακόμη έμενε να κάνω την έρευνα για τα festival του εξωτερικού που μπορούσα να συμμετέχω.

Την περίοδο που ήμουνα στην Αθήνα για τα εργαστήρια συζητώντας με έναν γνωστό με ενημέρωσε ότι η ηρωίδα μου έμοιαζε πολύ με την ηρωίδα μιας γερμανικής ταινίας που είχε δει στο festival Θεσσαλονίκης. Μου είπε ότι η ταινία λεγόταν ¨τρέξε Λόλα¨ και αφηγούταν την ιστορία μιας νεαρής κοπέλας που τρέχει να σώσει τον καλό της. Του απάντησα ότι την έχω δει και εγώ και σε καμιά περίπτωση δεν υπάρχει ομοιότητα.
Με έβαλε όμως σε υποψίες. Λες την διαφορά να την έβλεπα μόνο εγώ;

Όταν ανέβηκα Θεσσαλονίκη πήγα να νοικιάσω την ταινία από ένα video club που έφερνε τα πάντα. Επειδή δεν ήμουν όμως γραμμένος ζήτησα από μια φίλη να μου δώσει τον κωδικό της. Όταν χτύπησε ο υπάλληλος το νούμερο και είδε ότι αντιστοιχούσε σε κοπέλα τσατίστηκε και με έδιωξε.
Έτσι δεν την ξαναείδα.

Λίγο καιρό αργότερα άκουσα από κάποιους που είχαν παρακολουθήσει τα γυρίσματα ότι μοιάζει με το ¨τρέξε Λόλα¨ και μου ΄ρθε κόλπος. Ξαναείδα την ταινία μου και ξεσήκωσα από την μνήμη μου (που είναι ασθενική) το ¨τρέξε Λόλα¨ για να εντοπίσω τις ομοιότητες και τις διαφορές.
Για λίγο καιρό ήμουν άρρωστος.
Πράγματι οι ταινίες είχαν κάποιες ομοιότητες σε χαρακτηριστικά σημεία και επειδή η δικιά μου ήταν δεύτερη και πολύ κοντά χρονικά, θα μπορούσα να κατηγορηθώ ότι την μιμήθηκα.
Όπως και έγινε.
Ήταν όμως αργά, πολύ αργά για δάκρια.

Το χειρότερο ήταν ότι η ταινία θα σταματούσε την πορεία της στη Δράμα γιατί ντρεπόμουν να την στείλω έξω, το ¨τρέξε Λόλα¨ είχε κάνει πάταγο διεθνώς.
Από τους συνεργάτες μου οι μόνοι που την είχαν δει ήταν ο Δημήτρης και ο Λουκάς. Οι υπόλοιποι ενημερώθηκαν για το πρόγραμμα προβολής του festival και θα ερχόντουσαν εκεί.
Και ο καιρός πέρασε με αγωνία.
Μέχρι που βγήκε το πρόγραμμα προβολής.


Το festival ξεκινούσε στις 19 Σεπτεμβρίου και η προβολή της ταινίας ήταν για την αμέσως επόμενη στις 16:30. Οργανώθηκε μια ομάδα υποστήριξης που αποτελούνταν από την Μαρία Παυλίδου, την Χριστίνα Λάμπου και την Λία Κατραντζάκη, πήραμε μαζί μας αφίσες, flyer και άλλα ενημερωτικά έντυπα και ξεκινήσαμε με ένα παλιό ford που είχα εκείνο το διάστημα. Υπήρχε πολύ κέφι στην παρέα παρ΄ όλο ότι κάτι μύριζε καμένο από το αυτοκίνητο.
Όταν φτάσαμε η ατμόσφαιρα ήταν υπέροχη.
Πήγαμε για τις διαπιστεύσεις στην υποδοχή και εκεί ανακαλύψαμε ότι δεν υπήρχε δωμάτιο ούτε για δείγμα.
Έτσι, σταμάτησε να είναι υπέροχη.
-Μα σας είχα πει ότι ήθελα πέντε κρεβάτια.
-Έχετε ΕΝΑ σε ξενοδοχείο 5km έξω από την πόλη, το festival καλύπτει μόνο εσάς.
-….μα σας είχα πει ότι τα πληρώνω.
-Δεν έχει.
-Μήπως να ψάξουμε;
Και έψαξε. Αλλά δε είχε. Τελεία και παύλα.
Φύγαμε κάπως απογοητευμένοι αλλά υπήρχε ακόμα ο ενθουσιασμός εν όψη προβολής οπότε αράξαμε στο Ύδραμα και πέσαμε με τα μούτρα στους καφέδες και την φιλοσοφική μπουρδολογία.
Δεν ξέρω ποιος είχε την φαεινή ιδέα να δημιουργηθεί αυτός ο χώρος αλλά θεωρώ την Δράμα από τις πιο όμορφες πόλεις της Ελλάδας, λόγο της ύπαρξής του. Πολλή καλά είναι επίσης και τα φαγάδικα που το πλαισιώνουν.

Η ώρα πέρασε, είχανε έρθει κι΄ άλλοι και πήγαμε στην αίθουσα αρκετά πιο νωρίς για να δούμε ταινίες. Όταν μπήκαμε ήταν σκοτεινά και δεν βλέπαμε τίποτα. Μόλις συνήθισαν τα μάτια μας στο ημίφως διαπιστώσαμε ότι η αίθουσα ήταν άδεια!
Όταν λέω άδεια εννοώ ΑΔΕΙΑ.
Ο προβολατζής και εμείς.

Κάναμε την καρδιά μας πέτρα και καθίσαμε. Μετά από δέκα λεπτά μπήκαν κάνα δυο ακόμα και όταν έφτασε η ώρα να προβληθεί η ταινία μας ήμασταν δεν ήμασταν δεκαπέντε άτομα από τα οποία οι οκτώ δικοί μας.
Η απογοήτευση ξαναγύρισε στα πρόσωπά μας και αυτή την φορά ήταν χειρότερα. Ήταν θλίψη και στενοχώρια μαζί για όλον αυτόν τον αγώνα που είχαμε κάνει περιμένοντας την ημέρα που θα επικοινωνούσε με το πλατύ κοινό.
Η ημέρα είχε έρθει αλλά όχι μόνο το κοινό δεν υπήρχε αλλά έλειπαν ακόμη και οι δικοί μας που αν μη τι άλλο είχαν και ειδικό λόγο να είναι εκεί.
Και η προβολή άρχισε.

Κάτι όμως φώτιζε την οθόνη και επίσης ο ήχος ήταν πολύ χαμηλός. Ανέβηκα στην προβολή και διαπίστωσα ότι το φως ήταν από κάποιον που καθόταν δίπλα στην καμπίνα προβολής και διάβαζε κάτι σαν πρόγραμμα.
-Μήπως μπορείτε να κλείσετε το πορτατίφ γιατί ενοχλεί;
-…..
-Το πορτατίφ, αυτό. Ενοχλεί.
-Τι ενοχλεί;
-Μα δεν φαίνονται τα μαύρα, κλείστε το σας παρακαλώ.
-Εντάξει είναι. Αυτό δεν ενοχλεί τίποτα.
-Μήπως να το γυρνούσατε από την άλλη να μην πέφτει στην οθόνη;
-Ο άλλος ενοχλεί.
Τότε γύρισα και είδα ότι ο υποτιτλισμός χρησιμοποιούσε επίσης ένα πορτατίφ πολύ πιο δυνατό από το προηγούμενο και αφού κατάλαβα ότι ο άνθρωπος...., έτρεξα προς τα κει. Στους υπότιτλους ήταν ο Σπύρος Αμοιρόπουλος (εργαζόταν για την storyteller ρίχνοντας τους υπότιτλους).
-Ρε Σπύρε κλείστο το ρημάδι…
-Δεν θα βλέπω.
-Βάλε κάτι από πίσω να μη φωτίζει την οθόνη....
Πήγα και βρήκα ένα μεγάλο χαρτόνι, το έβαλα πίσω από την λάμπα του και έτρεξα κάτω. Ξέχασα τον ήχο που ίσα που ακουγόταν, αλλά δεν είχα το κουράγιο να ξανανέβω επάνω, με είχε ¨ξεπεράσει¨.

Για να ΄ρθει να ¨δέσει το γλυκό¨ υπήρχε και κάποιος που έπαιζε με ένα τενεκεδάκι από αναψυκτικό κάνοντας την παραμονή στην αίθουσα ανυπόφορη.
Όταν βγήκα ήθελα μόνο να φύγω. Μπήκαμε μέσα στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για την επιστροφή χωρίς να βγάλουμε άχνα.
Η περιπέτειά μας όμως δεν είχε τελειώσει.

Στην διασταύρωση για τον εθνικό δρόμο το αυτοκίνητο άρχισε πάλι να μυρίζει. Την μυρωδιά όμως συνόδευε τώρα και ένας θόρυβος.
Σταματήσαμε δεξιά και πέρασα λίγη ώρα ψάχνοντας τα σπλάχνα του άρρωστου Ford Fiesta μήπως και δω τίποτα.
Δέκα χιλιόμετρα παρακάτω ¨είπε το ποίημα¨. Ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος και σταμάτησε. Μαζί σταμάτησε και η καρδιά μου.
Ήταν νύχτα και βρισκόμασταν καταμεσής της εθνικής οδού.
Η οδική βοήθεια ευτυχώς ήρθε αρκετά γρήγορα.  
-Το καπό παρακαλώ.
-Ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος και σταμάτησε.
-Μμμ.
-Ακραξόνιο.
-Δηλαδή, γίνεται εδώ;
Η επιστροφή έγινε με την Μαρία και την Χριστίνα να κάθονται μαζί με τον οδηγό ακούγοντας Μητροπάνο και εμένα με την Λία στο αυτοκίνητο που ήταν φορτωμένο στην καρότσα.
Την επόμενη μέρα όλοι οι συνεργάτες είχαν μάθει τι έγινε και είχαν μια καλή κουβέντα να μου πουν για να με παρηγορήσουν.Η ταινία όμως είχε κάνει πολύ κακό ξεκίνημα και κάτι τέτοιο δεν το χωρούσε ο νους μου.

Εκείνη την εποχή είχαν αρχίσει να παίζονται μικρού μήκους μπροστά από ελληνικές μεγάλου μήκους που ήταν κάτω από δύο ώρες. Σκέφτηκα λοιπόν να μιλήσω με τους διανομείς μπας και μπορέσει να κολλήσει πουθενά. Άρχισα να παίρνω τηλέφωνα μα κανείς από όσους μίλησα δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον. Το εντυπωσιακό ήταν ότι δεν ζητούσαν καν να την δουν, μόνο με ρωτούσαν αν έχει γίνει μέσω Κέντρου Κινηματογράφου.
Απογοητεύτηκα λοιπόν πάλι και τα παράτησα.


Αργότερα μου ήρθε η ιδέα να πάω κατ΄ ευθείαν στους κινηματογράφους και να πιάσω τους προβολατζήδες. Το σχέδιο ήταν να πάω την κόπια και να την κολλήσουμε από μπροστά οπότε θα μπορούσαμε να την προβάλουμε όσο καιρό θέλαμε. Το πρακτικό κόλλημα ήταν στο ότι επειδή οι κινηματογράφοι δεν έχουνε μηχανή για 16mm θα έπρεπε να την κάνω 35mm, δηλαδή κι΄ άλλα λεφτά. Έψαξα όμως και βρήκα μέσα στον κανονισμό του Ε.Κ.Κ μια παράγραφο που έλεγε (ή έτσι θέλανε να νομίζουμε ότι έλεγε) ότι αν κάποιος έχει εξασφαλισμένη την προβολή της ταινίας του τότε το κέντρο αναλαμβάνει τα έξοδα για τις κόπιες προβολής.

 


Ο πρώτος κινηματογράφος που πήγα ήταν το Cine Βακούρα. Ο Γιώργος Κελεμουρίδης θα μείνει στην μνήμη μου ως ο πρώτος άνθρωπος που δέχθηκε να με βοηθήσει πριν καλά, καλά ¨πιάσει¨ το όνομά μου. Μόλις είπα «μικρού μήκους» άνοιξαν οι ουρανοί και άρχισαν τα χερουβίμ το τραγούδι τους.

Την επόμενη μέρα πέρασα και πήρα την παρακάτω επιστολή.









Φούσκωσαν λοιπόν πάλι τα πανιά μου και άρχισα να συντάσσω την νέα επιστολή. Σκοπός μου αυτήν την φορά ήταν να ζητήσω την βοήθεια της γραμματέας του Ε.Κ.Κ για να τα κάνω όλα σωστά.
Και κατέληξα:

Από: Παπαδάκη Μάνο
(σκηνοθέτης-παραγωγός της ταινίας μικρού μήκους ¨ΟΝΕΙΡΑ ΓΛΥΚΑ ΤΟΥ ΚΟΥΤΑΛΙΟΥ¨)

Προς: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου.

Υπ΄όψην κας  Μιχαλοπούλου Σούλας


Κα Μιχαλοπούλου.
Το ζήτημα που έχει προκύψει και χρειάζομαι τη βοήθειά σας είναι ότι έχει δείξει ενδιαφέρον για την προβολή της ταινίας, μέσα στον Οκτώβριο, γνωστός ιδιοκτήτης κινηματογραφικής αίθουσας στη Θεσσαλονίκη. Δυστυχώς όμως η έλλειψη μηχανής προβολής 16mm με υποχρεώνει να κάνω μεταφορά σε 35mm.
Αυτό που θα ήθελα από εσάς είναι να μου υποδείξετε τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να κινηθώ ώστε να ετοιμάσω μια αίτηση χρηματοδότησης προς το Δ.Σ. για την κάλυψη του εξόδου αυτού, που παρ΄ όλο ότι είναι μικρό (300.000), δυστυχώς στη παρούσα φάση είναι αδύνατο να το καλύψω εγώ.

Περιμένω νέα σας.


                                                                                Φιλικά
                                                                       Μάνος Παπαδάκης
                                                                          




Λίγες μέρες μετά τηλεφώνησα στο Ε.Κ.Κ για να δω τι είχε γίνει αλλά η απάντηση ήταν ότι δεν έβλεπε πως μπορούσε να γίνει κάτι.

Έτσι, τα παράτησα με το ¨κέντρο¨.

Ο λόγος για τον οποίο το πάλευα τόσο πολύ ήταν διπλός.
Κατ΄ αρχήν είχα ¨σκάσει¨ που η ταινία είχε πάει άπατη στο festival. Ήθελα ακόμη να έχει την ευκαιρία της με το κοινό και ακόμη ήθελα να την δούνε όπως πρέπει τα παιδιά που δουλέψανε γι΄ αυτήν.
Ο Γιώργος Κελεμουρίδης, καταλαβαίνοντας την σκασίλα μου, πρότεινε να βρω μια μηχανή 16mm και να την βάλουμε στην αίθουσα για να προβληθεί από εκεί.
Η ιδέα ήταν τέλεια. Ήξερα μάλιστα που θα μπορούσα να βρω μηχανή και έφυγα. Όταν γύρισα κρατούσα την μηχανή που είχαμε στην Παράλλαξη για δοκιμαστικές προβολές που ήταν εντάξει.
Δυστυχώς όμως το σημείο που θα μπορούσαμε να την βάλουμε ήταν πολύ μακριά από την οθόνη και το αποτέλεσμα ήταν κακό.
Ο ίδιος έφερε κάτι φακούς που είχε από παλιές 35mm αλλά δεν έγινε τίποτα.
Όπως πήγα έτσι έφυγα.
Για να αποσπάσω την προσοχή μου από το κόλλημα με τα ΟΝΕΙΡΑ ΓΛΥΚΑ ΤΟΥ ΚΟΥΤΑΛΙΟΥ, εκείνη την περίοδο άρχισα να φτιάχνω ένα ταινιάκι με κινούμενα σχέδια τον ΓέΡΟ. 


Έτσι πέρασαν οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες και μπήκαμε στην καινούρια χρονιά.
Την Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου το πρωί τηλεφώνησα, χωρίς να πιστεύω ότι μπορούσε να γίνει κάτι, στην φίλη και δασκάλα μου από την Παράλλαξη Μαρία Ιωάννου που εργαζόταν τότε στο Ολύμπιον. Ήξερα ότι οι πιθανότητες να συμπεριλάβουν την ταινία στο πρόγραμμα ήταν ελάχιστες αλλά προσπάθησα.
Και είχα δίκιο.

Το απόγευμα της 6 Φεβρουαρίου, ανάμεσα σε μπύρες και φιστίκια, έλεγα τον πόνο μου στην Μαρία Παυλίδου. Με άκουγε με προσοχή και κατανόηση. Της εξήγησα όλες τις προσπάθειες που είχα κάνει μέχρι και την επαφή μου με το Ολύμπιον.
Και τότε έριξε την ιδέα. Σαν να είναι το πιο απλό πράγμα στον κόσμο η Μαρία ¨γέννησε¨ την λύση.
Η ιδέα ήταν να ζητήσουμε την αίθουσα για μια και μόνο προβολή τιμής ένεκεν στους ανθρώπους που δουλέψανε γι΄ αυτήν.
Φώτισε το πρόσωπο και η ψυχή μου.
Μόνο η Μαρία μπορούσε να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Ο ενθουσιασμός μου δικαιολογούταν αφ΄ ενός γιατί ήξερα ότι η διοίκησή του δεν έβλεπε με κακό μάτι κάτι τέτοια και αφ΄ ετέρου γιατί το Ολύμπιον διέθετε μηχανή στα 16mm και μάλιστα πολύ καλή. Επίσης είναι γνωστό ότι ενθουσιάζομαι εύκολα.
Ξανά λοιπόν στο computer για μια καινούρια επιστολή.


Πήραμε την απάντηση ακριβώς μια εβδομάδα μετά. Τηλεφώνησα στις 13:15.
-Δηλαδή μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε;
-Φωτιά να μην την βάλετε.
-Ρε συ Μαρία…. Να φέρω και καμιά ακόμα ταινία;
-Μη με εκθέσεις.
-Να έλεγα…
-Έχεις μια ώρα. Όσο ζήτησες.

Δεν ήξερα σε ποιον να πρωτοπάρω να πω τα νέα. Πετούσα ψηλά κι΄ αγνάντευα. Είχαμε ένα μήνα στη διάθεσή μας να κανονίσουμε κάτι που θα το θυμόμασταν καιρό. Με την ευκαιρία όμως ήθελα να προβληθεί και καμιά ταινία ακόμη. Σκέφτηκα έτσι να βάλουμε και την ταινία του Έτζο μαζί η οποία επίσης δεν είχε προβληθεί πουθενά. Εν ανάγκη θα βγάζαμε το κινούμενο από το πρόγραμμα.
Ήθελα όμως να τους κάνω και έκπληξη.

Τις επόμενες μέρες η Μαρία Παυλίδου έδειξε και πάλι την κλάση της. Είχαμε αποφασίσει να κάνουμε πάρτι πριν από την προβολή στον χώρο που βρίσκεται έξω από την αίθουσα και τα έδωσε όλα προκειμένου να εξασφαλίσει ότι χρειαζόμασταν. Οργάνωσε λοιπόν μια λίστα με όσους θα έπρεπε να καλέσουμε και φρόντισε να έχουμε κρασιά σε καλή τιμή, οργάνωσε και το ποιοι θα ήτανε επί της υποδοχής και ψάξαμε να βρούμε κάποιον να μας τυπώσει τις προσκλήσεις. Όσοι συναντούσαμε και τους έδειχνα το δημιουργικό έλεγαν ότι θα κοστίσει αρκετά λεφτά γιατί είχε πολύ μαύρο. Τελικά τις προσκλήσεις της τυπώσαμε τσάμπα (χορηγία το λένε) στον Γιάννη Μουγγό που έκανε και εξαιρετική δουλειά. Ακόμη είχαμε ετοιμάσει και σαράντα κόπιες VHS με την ταινία για να μοιράσω στους συντελεστές.
Όταν μου τηλεφώνησαν από το Ολύμπιον ότι δεν μπορεί να γίνει η προβολή κόντεψα να πάθω έμφραγμα (σοβαρά μιλάω). Για λίγο ένιωσα ότι αφήνω τα εγκόσμια και πάω να κατοικήσω στους ουρανούς παρέα με τα χερουβίμ. Ευτυχώς με πρόλαβε:
-Αλλά μπορείτε να ζητήσετε μια άλλη μέρα για την προβολή σας.
-…
-Δεν νομίζω να υπάρξει πρόβλημα.
Και δεν υπήρξε.

Νέα ημέρα προβολής ορίστηκε η Κυριακή 16 Απριλίου από τις 17:00 έως 18:00.

Να λοιπόν τι λάβανε οι προσκεκλημένοι μας και έσπασε το τηλέφωνο.
έξω πλευρά

μέσα πλευρά

Λίγες μέρες μετά η Μαρία Ιωάννου μας ανακοίνωσε ότι τα κρασιά θα τα έβαζε χορηγία ο Τσάνταλης και τελικά δεν θα μου στοίχιζε τίποτα.













Το φύλο του Αγγελιοφόρου που κυκλοφόρησε μια μέρα πριν την προβολή έγραφε:




Την επόμενη ήμουν εκεί από νωρίς και ¨δοκίμαζα¨ τα κρασιά του Τσάνταλη. Αν δεν υπήρχαν οι φωτογραφίες δεν θα μπορούσα να σας μεταφέρω καλά το κλίμα που επικρατούσε.  

Έξω από την αίθουσα προβολής όπου γινότανε το party.



Με το καρό πουκάμισο είναι ο Μάξιμος Κωνσταντινίδης (ICON PLUS)

Δεξιά ο Αρσένης Πολυμενόπουλος που μου εμπιστεύθηκε την ταινία του ΓΡΑΦΕΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ και αριστερά ο Δημήτρης Αυγέρος.

Στη μέση η Λία, αριστερά μια φίλη μας η Βίκη και δεξιά η Αθηνά Πεγκλίδου.

Ο Έτζο Καρανάσιος και η Ελένη Σδούκου.

Από αριστερά: ο Στέλιος Γαϊτανίδης (συμμαθητής από την Παράλλαξη), ο Αχιλλέας Ψαλτόπουλος (ηθοποιός και καθηγητής στην Παράλλαξη), και Πέτρος Νικόλτσος.

Η Κική Κολοκυθά βοηθάει στην τροφοδοσία, πριν έρθουν ενισχύσεις.

Ο Παύλος Κοκόριας εκτός από χρηματοδότης είναι και από τους καλούς μου φίλους (ήταν και πριν δώσει χρήματα).

Το φοβερό script ντουέτο Μάνια Πασαγιαννίδου και Ελένη Σδούκου.


Μάνος Παπαδάκης και Λουκάς Κούχτην

Εγώ, ο Γιάννης (Σουηδός) Νικολαίδης και ο Λουκάς συζητάμε για το μέλλον μας. 


Με τον Χρήστο Νικολέρη από την N΄ORASIS
Μάνος Παπαδάκης, Μελίνα Τσαμπάνη, Λουκάς Κούχτην, Δημήτρης Αυγέρος, Χριστίνα Λάμπου, Πέτρος Σουγάρης

Ο Πέτρος Νικόλτσος και ο Νίκος (¨πυροσβέστης¨) Τσουτσούλης.
Πρώτα παίχτηκε η ταινία του Έτζο ¨birthday¨ στην οποία μάλιστα η Μαρία έκανε την εκτέλεση παραγωγής. Καλεσμένα ήταν και μερικά από τα πιτσιρίκια που έπαιξαν σ΄ αυτήν.

Μάνος Παπαδάκης
Όταν ήρθε η ώρα να χαιρετίσω τον κόσμο διαπίστωσα ένα μικρό πρόβλημα ισορροπίας αλλά δεν το έβαλα κάτω. Έβγαλα το χαρτί με όσα ήθελα να πω και….. το ξαναέβαλα στην τσέπη μου.
Να τι είχα γραμμένο:

Ήταν μεσημεράκι Σαββάτου το καλοκαίρι του 1986 όταν καθισμένος στην πλαγιά ενός λόφου λίγο έξω από την Θεσσαλονίκη παρατηρούσα ένα πεινασμένο γεράκι να κερδίζει μεγάλο ύψος χωρίς την παραμικρή κίνηση των φτερών του.
Ο εκπαιδευτής μου με πλησίασε και  μου ζήτησε να φορέσω τον εξοπλισμό μου.
Σε λίγο βρισκόμουν στον αέρα και μέσα στην ταραχή της πρώτης μου πτήσης κατάλαβα τι σημαίνει να είσαι ελεύθερος εκεί πάνω*.
Σήμερα γνωρίζω ότι για να κερδίσεις ύψος και να φτάσεις στα σύννεφα δεν χρειάζεται παρά να περιμένεις στην απογείωση τα σημάδια για τις κατάλληλες συνθήκες. Να περιμένεις γι΄ αυτά τα ισχυρά ανοδικά ρεύματα που θα σε σηκώσουν και θα σε φτάσουν στα δυο, τρεις χιλιάδες μέτρα ψηλά για να ξεκινήσεις το ταξίδι σου όπως τα πουλιά.

Οι κατάλληλες λοιπόν συνθήκες είναι το κλειδί μιας επιτυχημένης πτήσης.

Τα πρώτα σημάδια φάνηκαν μέσα από τις ατελείωτες συζητήσεις όταν μας έβρισκε το ξημέρωμα στο studio όπου φτιάχναμε την εκπομπή ΝΑΜΑΣΤΕ για την ΕΤ3.
Ο Δημήτρης, ο Λουκάς και εγώ ψάχναμε κάτι που θα μας λυτρώσει από τα αδιέξοδα των: πρέπει να γίνει έτσι και πρέπει να γίνει αλλιώς, της τηλεοπτικής παραγωγής.
Ήταν δηλαδή τότε που τα πρώτα κλαδάκια άρχισαν να κουνιούνται νευρικά στέλνοντας ξεκάθαρα το μήνυμα.
Και το ταξίδι άρχισε.
Στους ανθρώπους που πίστεψαν σ΄ αυτήν την ταινία χρωστάω την συγκίνηση της πρώτης μου πτήσης και τους υπόσχομαι ότι θα κάνω ότι μπορώ για να πάω όσο πιο ψηλά και μακριά γίνεται.
Ευχαριστώ εσάς που με βοηθήσατε να την φτιάξω και εσάς που βρίσκεστε εδώ να την παρακολουθήσετε.

*Το κομμάτι της πτήσης αφορά στην τρέλα μου με τις πτήσεις αετού βουνού και αλεξίπτωτου πλαγιάς που ήξεραν όλοι.

Τελικά αρκέστηκα να πω ένα ¨ευχαριστώ που ήρθατε¨ και κατέβηκα να καθίσω άρον, άρον.



Ήμουν ευχαριστημένος. Το αποτέλεσμα φαινότανε να έχει δικαιώσει όλους όσους είχαν εργαστεί γι΄ αυτήν. Είχαμε καταφέρει να ολοκληρώσουμε μια δύσκολη ταινία και να την φέρουμε σε επαφή με το κοινό της Θεσσαλονίκης, έστω και έτσι.

Σήμερα αρκετοί από όσους συμμετείχαν στην ταινία συνεχίζουν να ασχολούνται επαγγελματικά με τον χώρο του κινηματογράφου (ελπίζω για τους υπόλοιπους να μην φταίει η ταινία).

Για το scenario που είχα καταθέσει στο μικροφίλμ ήρθε μια απάντηση που έλεγε ότι δεν είναι μέσα στις εγκεκριμένες ταινίες και να ξαναπροσπαθήσω του χρόνου.

Η ταινία αργότερα πήρε μέρος στο festival του ΜΥΛΟΥ και πήρε βραβείο για το μοντάζ.
Κριτική επιτροπή ήταν οι: Χρήστος Δήμας, Απόστολος Κρυωνάς, Απόστολος Αποστολίδης, Πέτρος Θεοδώρου, Ηλίας Κουτσούκος και Μαρία Οικονόμου.

Βραβείο καλλιτεχνικής έκφρασης πήρε και το κινούμενο που είχα φτιάξει ενδιάμεσα, ο ΓέΡΟΣ.

Αυτά.